θήρα
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
Ion. θήρη, ἡ,
A hunting of wild beasts, the chase, βάν ῥ' ἴμεν ἐς θήρην Od.19.429; αἵμονα θήρης Il.5.49; ἰέναι ἐπὶ τὴν θήρην Hdt.1.37, 4.114, cf. Ar.Fr.2 D.; ζῶσι ἀπὸ θ. Hdt.4.22, cf. Arist.Pol.1256a35; ἐποίησε μεγάλην θήραν X.Cyr.1.4.14; θ. ποιεῖσθαι Arist.HA541a20; τὰς θ. τῶν ὀρτύγων ἐποιοῦντο D.S.1.60; τοῦ πτηνοῦ γένους θ., = ὀρνιθευτική, Pl.Sph.220b; ἡ περὶ θάλατταν θ. fishing, Id.Lg.823d; κυνηγεσία καὶ ἡ ἄλλη θ. ib.763b: pl., πέρδικες εἰς τὰς θ. ἀγόμεναι, of decoy birds, Arist.GA751a14, cf. Phld.Ir.p.42 W., Ant.Lib.41.2. b in Ptolemaic Egypt, στρατηγὸς ἐπὶ τὴν θ. τῶν ἐλεφάντων OGI82, 86 (iii B.C.), cf. Str.16.4.5,7, Wilcken Chr.385.14 (iii B.C.), PPetr.3p.292 (iii B.C.), etc. 2 metaph., eager pursuit of anything, θήραν . . ἔχομεν τόξων, = θηρῶμεν τὰ τόξα, S.Ph.840; δυσμενῶν θήραν ἔχειν Id.Aj.564; θ. ἀνθρώπων Pl.Sph.222b, 222c; τοῦ ἡδέος Id.Grg.500d; ἐπιστημῶν Id.Tht.198a, etc. II prey, game, αἶψα δ' ἔδωκε θεὸς μενοεικέα θήρην Od.9.158, cf. A.Ch.251, E.Ba.1144; πρὶν κινεῖσθαι τὴν θ. X. Cyr.2.4.25; θήραν καλήν, of a prisoner, S.Ph.609: in pl., ὦ πταναὶ θῆραι, of birds, ib.1146 (lyr.); τὴν θ. ἐπὶ τοῦ μέσου τηροῦσα watching its prey, of a spider, Arist.HA623a13. III hunting-ground, preserve, Ἁδριανοῦ θῆραι D.C.69.10. IV in Roman times, the games of the Circus, Epigr.Gr.351.3 (Nicaea).
German (Pape)
[Seite 1208] ἡ, ion. θήρη, die Jagd, das Jagen des Wildes, Il. 5,. 49 u. öfter, u. Folgde, ἡ περὶ θάλατταν θ. u. πτηνῶν Plat. Legg. VII, 822 d e, κυνηγέσια καὶ τὴν ἄλλην θήραν Legg. VI, 763 b; θήραν ποιεῖν Xen. Cyr. 1,.4, 14, ἐπὶ θήραν ἐξιέναι 1. 2, 9, öfter. – Auch wie bei uns für Jagdbeute, ἔδωκε θεὸς μενοεικέα θήρην Od. 9, 158, vgl. Aesch. Ch. 249, θήρα καλή, ein schöner Fang, von einem Menschen, Soph. Phil. 605; Eur. Bacch. 1142; Xen. Hell. 4, 1, 15; das Wild, Cyr. 2, 3, 25. – Uebertr., ἀνθρώπων, τῶν ἐρώντων, Plat. Soph. 222 c. δυσμενῶν θήραν ἔχων Soph. Ai. 561. Phil. 828 τόξων, übh. eifriges Streben, Trachten wonach, τοῦ ἡδέος, ἐπιστημῶν, Plat. Gorg. 500 d Theaet. 198 a; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θήρα: Ἰων. θήρη, ἡ, κυνήγιον ἀγρίων ζώων, βὰν δ’ ἴμεν ἐς θήρην Ὀδ. Τ. 429, πρβλ. Ἰλ. Ε. 49· ἰέναι ἐπὶ τὴν θήρην Ἡρόδ. 1. 37, 4. 114· ζώειν ἀπὸ τῆς θ. ὁ αὐτ. 4. 22· ζῆν ἀπὸ θήρας Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 8, 7· θήραν ποιεῖν Ξεν. Κύρ. 1. 4, 14· ποιεῖσθαι Ἀριστ. Ι. Ζ. 5. 5, 11· τοῦ πτηνοῦ γένους θ. = ὀρνιθευτική, Πλάτ. Σοφ. 220Β· ἡ περὶ θάλατταν θ., ἁλιεία, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 823 D, E· θ. ποιεῖσθαι ὀρτύγων Διόδ. 1. 60· καθόλου, περιλαμβανομένης καὶ τῆς κυνηγεσίας, Πλάτ. ἐν Νόμ. 763Β· ἐν τῷ πληθ., εἰς τὰς θ. ἄγεσθαι, ἐπὶ ἀγρευτικῶν πτηνῶν, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 3. 1, 26. 2) μεταφ., ἐπιμελὴς ἐπιδίωξις παντὸς πράγματος, θήραν… ἔχομεν τόξων = θηρῶμεν τὰ τόξα Σοφ. Φ. 840· δυσμενῶν θήραν ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 564· θ. ἀνθρώπων, τῶν ἐρώντων Πλάτ. Σοφ. 222C· τοῦ ἡδέος ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 500D· ἐπιστημῶν ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 198Α, κτλ. ΙΙ. ὡς τὸ ἄγρα, τὰ ἀγρευθέντα ζῷα, λεία, «κυνῆγι», αἶψα δ’ ἔδωκε θεὸς μενοεικέα θήρην Ὀδ. Ι. 158, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 251, Εὐρ. Βάκχ. 1144, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 25· θήραν καλήν, ἐπὶ αἰχμαλώτου, Σοφ. Φ. 609· ἐν τῷ πληθ., ὦ πταναὶ θῆραι, ἐπὶ πτηνῶν, αὐτόθι 1146· τὴν θ. ἐπὶ μέσου τηροῦσα, παραφυλάττουσα τὴν λείαν της, ἐπὶ ἀράχνης, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 39, 4. ΙΙΙ. ἐν τοῖς Ρωμαϊκοῖς χρόνοις, οἱ ἀγῶνες τοῦ ἱπποδρομίου, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 351. 3· οὕτω, θήρεια στόματα, ἡ εἴσοδος τοῦ ἱπποδρομίου, αὐτόθι 885· θηρεύτορες ἄνδρες, ἀσχολούμενοι εἰς τοὺς ἀγῶνας τούτους, αὐτόθι.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 chasse : ἡ περὶ θάλατταν θήρα PLAT chasse sur mer, càd pêche ; fig. poursuite ou recherche ardente;
2 butin de chasse, gibier, proie.
Étymologie: θήρ.
English (Strong)
from ther (a wild animal, as game); hunting, i.e. (figuratively) destruction: trap.
English (Thayer)
(Latin fera; perhaps from root to run, spring, prey, Vanicek, p. 415; cf. Curtius, § 314), θήρας, ἡ; from Homer down; a hunting of wild beasts to destroy them; hence, figuratively, of preparing destruction for men (A. V. a trap), Romans 11:9, on which cf. Fritzsche.