βιόω
Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück
English (LSJ)
A βιοῖ Arist.HA558a20; βιοῦσι Democr.200, Arist.HA576b2; βιοῦν E.Fr.238, etc.; part. βιοῦντες Arist.HA566b24; subj. βιῶσι Emp.15.2: impf. ἐβίουν Hp.Epid.5.48: fut. βιώσομαι E.Alc. 784, Ar.Eq.699, Pl.R.344e, Men.Pk.399; later βιώσω Id.Mon.270, App.BC4.119: aor. 1 ἐβίωσα Hdt.1.163, Pl.Phd.113d, X.Oec.4.18, Arist.HA585a21; but in earlier writers aor. 2 is more used, ὀβίων Isoc.9.71, Is.3.1 codd.; 3sg. imper. βιώτω Il.8.429; subj. βιῶ Pl.Lg.872c; opt. βιῴην Id.Ti.89c, v.l. for βιοίη in Id.Grg.512c; inf. βιῶναι Il.10.174, Aeschin.3.174, etc.; part. βιούς Hdt.9.10, Th.2.53, al.: pf. βεβίωκα Isoc.15.27 and 28, Pl.Phd.113d, etc.:—Med., βιόομαι Hdt.2.177, Arist.EN1180a17: for aor. Med. v. βιώσκομαι:— Pass., fut. βιωθήσομαι M.Ant.9.30: pf. βεβίωμαι (v. infr.).—In early writers pres. and impf. are mostly supplied by ζάω: Hom. has only aor. 2:—live, pass one's life (opp. ζάω, live, exist), βέλτερον ἢ ἀπολέσθαι ἕνα χρόνον ἠὲ βιῶναι Il.15.511, cf. 10.174; ἄλλος μὲν ἀποφθίσθω, ἄλλος δὲ βιώτω 8.429; βίον βιοῦν Pl.La.188a, etc.; β. παρανόμως, μετρίως, ἐνδόξως, D.22.24, Lys.16.3, Plu.2.145f: with neut. Pron., ἀπ' αὐτῶν ὧ αὐτὸς βεβίωκεν ἄρξομαι . . from the very actions of his own life, D.18.130:—Pass., τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα the actions of our life, ib.265, cf. Isoc.15.7, Lys.16.1; τὰ πεπραγμένα καὶ βεβ. D.22.53; τοιούτων ὄντων ἃ τῷ βδελυρῷ τούτῳ . . βεβίωται Id.21.151; ἐπιτηδευμάτων οἷα τούτῳ βεβίωται Id.22.78; ὅ γε βεβιωμένος [βίος] Id.19.200; impers., βεβίωταί [μοι] I have lived, Lat. vixi, Cic.Att.12.2.2, 14.21.3: —Med. in act. sense, Hdt.2.177, Arist.EN1180a17. 2 survive, ἐβίω καυθείς Hp.Epid.5.16.—βιόμεσθα (as if from βίομαι) is found h.Ap.528 and 3pl. βίονται Orac. ap. Phleg.Mir.2, cf. βέομαι.
German (Pape)
[Seite 446] das praes. erst bei Sp. häufig, fut. βιώσομαι, Sp. βιώσω, wie Luc. Nav. 26 D. L. 2, 68; aor. II. ἐβίων, βιῴην, βιῶναι, Hom. βιῶναι Iliad. 10, 174. 15, 511 Odyss. 14, 359, βιώτω Iliad. 8, 429; aor. I. ἐβίωσα bei Sp., nur die casus ob liqui des partic. auch früher schon; perf. βεβίωκα u. pass. βεβίωταί μοι, ich habe gelebt, τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα Dem. 18, 265, u. öfter; am meisten im guten Atticismus sind fut. u. aor. II. mit perf. im Gebrauch; leben, vgl. βίος u. das dort über den Unterschied von βίος u. ζωή Angegebene; βίον Plat. Lach. 188 a u. öfter; εὐσεβῶς, ὁσίως, ἡδέως u. s. w.; βίος βεβιωμένος Rep. VI, 498 c; Dem. 19, 199. – Med., πάντα τινὰ Αἰγυπτίων ἀποδεικνύναι, ὅθεν βιοῦται, wovon er lebt, Her. 2, 177; οἱ κατά τινα νοῦν βιούμενοι Arist. Eth. 10, 9; der aor. I. transit., beleben, σὺ γάρ μ' ἐβιώσαο, κούρη Od. 8, 468. Aus βιόμεσθα H. h. Apoll. 528 hat Wolf βεόμεσθα gemacht. S. βέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
βιόω: βιοῖ Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 33, 5. κ. ἀλλ., βιοῦσι Ἐμπεδ. 52, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 22, 9· βιοῦν Εὐρ. Ἀποσπ. 240· βιῶν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 12, 6· ― παρατατ. ἐβίουν Ἱππ. 1153Η· ― μέλλ. βιώσομαι Εὐρ., Ἀριστοφ., Πλάτ., κτλ.· μεταγεν. βιώσω Μένανδ. Μονοστ. 270, Διογ. Λ. 2. 68, Ἀππ.· ― ἀόρ. α΄ ἐβίωσα Ἡρόδ. 1. 163, Πλάτ. Φαίδων. 113D, Ξεν. Οἰκ. 4, 18, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 8, 9· ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσιν ἀόρ. β΄ εἶναι εὐχρηστότερος, ἐβίων Ἰσοκρ. 203C, Ἰσαῖ. 38. 14· γ΄ ἑνικ. προστ. βιώτω Ἰλ. Θ. 429, ὑποτακτ. βιῶ Πλάτ. Νόμ. 872C· εὐκτ. βιῴην ὁ αὐτ. Γοργ. 512Ε, Τιμ. 89C· ἀπαρεμφ. βιῶναι Ἰλ., Ἀττ.· μετοχ. βιοὺς Ἡρόδ. 9. 10, Θουκ. 2. 53, κ. ἀλλ., βιοῦσα Ἀνθ. II. παραρτ. 262· ― πρκμ. βεβίωκα Ἰσοκρ. 315C, D, Πλάτ. Φαίδων. 113D, κτλ. ― Μέσ., βιόομαι Ἡρόδ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 11· περὶ τοῦ μέσ. ἀορίστ. ἴδε ἐν λ. βιώσκομαι. ― Παθ., μέλλ. βιωθήσομαι Μ. Ἀντων. 9. 30· πρκμ. βεβίωμαι (ἴδε κατωτ.). ― παρὰ τοῖς πρὸ τοῦ Ἀριστοτ. συγγραφεῦσιν ὁ ἐνεστὼς καὶ παρατ. παραλαμβάνονται ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐκ τοῦ ζάω, ἀλλ’ ὅμως ἴδε ἀνωτ.· ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον ἀόρ. β΄, Πρβλ. ἀνα-, δια-βιόω. (ἴδε ἐν λ. βίος). Ζῶ, διέρχομαι τὴν ζωήν μου (ἐνῷ τὸ ζάω κυρίως σημαίνει ὑπάρχω ἐν τῇ ζωῇ), βέλτερον ἢ ἀπολέσθαι ἕνα χρόνον ἠὲ βιῶναι Ἰλ. Ο. 511, πρβλ. Κ. 174· ἄλλος μὲν ἀποφθίσθω, ἄλλος δὲ βιώτω Θ. 429· ― παρ’ Ἀττ. συχν. βίον ζῆν, ὡς παρὰ Πλάτ. Λάχ. 188Α, κτλ.· β. παρανόμως, κοσμίως, καλῶς, φαύλως, κτλ. Δημ. 601. 2, Πλούτ., κτλ.· μετ’ οὐδετ. ἐπιθέτου, ἀπ’ αὐτῶν ὧν αὐτὸς βεβίωκεν ἄρξομαι …, ἐξ αὐτῶν τῶν πράξεων τῆς ἰδίας του ζωῆς, Δημ. 270. 19· ἐντεῦθεν ἐν τῷ παθ., τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα, αἱ πράξεις τοῦ σοῦ βίου καὶ τοῦ ἐμοῦ, ὁ αὐτ. 315. 5, πρβλ. Ἰσοκρ. 311D, Λυσ. 145. 35· τὰ πεπραγμένα καὶ βεβ. Δημ. 609. 23· τοιούτων ὄντων τῷ βδελυρῷ τούτῳ … ὧν βεβίωται ὁ αὐτ. 563. 17· οὕτως, ἐπιτηδευμάτων οἷα τούτῳ βεβίωται ὁ αὐτ. 618. 11· ὡσαύτως, ὅ γε βεβιωμένος [[[βίος]]] ὁ αὐτ. 403. 25· ἀπροσ., βεβίωταί μοι, ἔχω ζήσει, Λατ. vixi, ὁ αὐτ. 617 ἐν τέλ.· ἴδε ἐν λ. ζάω Ι. ― Μέσ. μὲ ἐνεργ. σημασ., Ἡρόδ. 2. 177, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 11. ― Ἀντὶ τοῦ βιόμεσθα (ὡς εἰ ἐκ ῥήματος βίομαι) Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 528 ὁ Wolf προὐτίμα τὴν ἀνάγνωσιν βεόμεσθα, ἴδε βέομαι.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἐβίουν, f. βιώσομαι, ao. ἐβίωσα, ao.2 att. ἐβίων, pf. βεβίωκα;
1 vivre;
2 passer sa vie : βιοῦν καλῶς, εὐσεβῶς, φαύλως, etc. ATT vivre honnêtement, pieusement, bassement, etc. ; avec un pron. neutre : ἀπ’ αὐτῶν ὧν αὐτὸς βεβίωκεν ἄρξομαι DÉM je commencerai par le détail de sa vie;
Moy. βιόομαι-οῦμαι;
1 intr. passer sa vie, vivre;
2 tr. faire vivre, sauver la vie à, acc..
Étymologie: βίος.
English (Autenrieth)
aor. 2 inf. βιῶναι, imp. 3 sing. βιώτω, mid. aor. ἐβιωσάμην: live; mid., causative, σὺ γάρ μ' ἐβιωσαο, ‘didst save my life,’ Od. 8.468.
Spanish (DGE)
• Morfología: jón. pres. part. βιεῦντες Ps.Phoc.229; fut. βιώσομαι E.Alc.784, 2a plu. βώσεσθε A.R.1.685, tard. act. βιώσω App.BC 119, inf. βιωσέμεν Orph.L.630; aor. rad. ἐβίων Isoc.9.71, imperat. βιώτω Il.8.429, inf. βιῶναι Il.10.174, Hp.Epid.5.18; aor. sigm. ἐβίωσα Hdt.1.163, part. βιώοσα IGLS 9399 (imper.), en v. med. ἐβιώσαο Od.8.468, βιόσσαο Apollon.Lex.820; otras formas de fut. v. βέομαι
I intr., act. y med.
1 vivir, sobrevivir op. ‘morir’ ἀπολέσθαι ... ἠὲ βιῶναι Il.15.511, τῶν ἄλλος μὲν ἀποφθίσθω, ἄλλος δὲ βιώτω Il.8.429, ἢ μάλα λυγρὸς ὄλεθρος Ἀχαιοῖς ἠὲ βιῶναι Il.10.174, cf. Od.14.359, οὐκ ἔστι θνητῶν ὅστις ἐξεπίσταται τὴν αὔριον μέλλουσαν εἰ βιώσεται E.Alc.784, ὑπὲρ τὸν ἄτρακτον βιοῖ Luc.Philops.25, cf. E.Ep.5.64, Arist.HA 585a21, Orph.l.c.
•esp. en medic. ἐγένετο ὑγιής, καὶ ἐβίω Hp.Epid.5.1, cf. 2, ὀκτάμηνον δὲ γενόμενον, οὐδὲν βιοῖ πώποτε si nace el octavo mes de ninguna manera sobrevive (el feto), Hp.Carn.19, ἐδόκεε δ' ἂν βιῶναι, εἰ ἠδύνατο πίνειν ὕδωρ Hp.Epid.5.18.
2 sólo act. vivir en forma temp. y limitada c. ac. int. o determ. que indican tiempo ἔτη Hp.Art.41, (ἔτεα) εἴκοσι καὶ ἑκατόν de Argantonio, Hdt.1.163, cf. Arist.HA 552b23, PMasp.2.3.4 (VI d.C.), ἡμέρας X.Mem.4.8.2, Hp.l.c., οὐ πουλὺν ... χρόνον Hp.Epid.6.8.32, Hdt.2.133, 9.10, Pl.R.615c, cf. 576b, Grg.481b, Isoc.15.27, μέχρι γήρως βιοῦντα Pl.Virt.378a, cf. Isoc.15.28, Arist.HA 552b23, Plb.7.7.3, LXX Ib.29.18, 1Ep.Petr.4.2, δὶς βιῶναι γάρ σε δεῖ Men.Th.1.4, ὃν (βίον) ποῦ βεβίωκας D.19.200
•op. ‘vivir’ en un plano superior οὐ γάρ μοι ζώειν γε δοκεῖ βροτὸς οὐδὲ βιῶναι ἀνθρώποιο βίον ταλασίφρονος Panyas.16.9, ὡς ὄφρα μέν τε βιῶσι, τὸ δὴ βίοτον καλέουσιν Emp.B 15.
3 vivir dependiendo del sustento y los medios económicos, c. ac. int. ὡς ἀεὶ βίον βιωσόμενοι de los avaros, Democr.B 227, cf. 200, Antipho Soph.B 53, S.OT 1488, εἰ μή σ' ἐκφάγω ... οὐδέποτε βιώσομαι Ar.Eq.699, cf. A.R.l.c.
•vivir de ἀφ' ὧν ... βιώσονται Arist.Pol.1267b36.
4 c. determ. cualit. vivir, pasar la vida διάγουσιν ἀξίως οὗ ἐν ἀνθρώπου εἴδει ἐβίωσαν βίου Pl.Phdr.249a, μετὰ τῆς καλλίστης ... δόξης Plb.23.11.3, cf. Arist.EN 1177b27, Men.Pc.977
•c. adv. ἡδέως E.Fr.238, cf. X.Mem.4.8.6, Epicur.Sent.[5]40, IGLS l.c.
•c. connotaciones morales μετρίως Lys.16.3, παρανόμως D.22.24, αἱ ψυχαὶ τῶν εὖ βεβιωκότων Olymp.in Alc.16, βιοῖ γὰρ οὐδεὶς ὃν προαιρεῖται βίον Men.Mon.105, cf. Chrysipp.Stoic.3.34, Plb.38.14.1, PFay.19.12 (II d.C.), Arr.Epict.4.1.49
•en v. pas., Lys.16.1, τὰ σοὶ κἀμοὶ βεβιωμένα lo vivido por ti y por mí, nuestros actos D.18.265, cf. 130, 21.151, 22.53, βεβίωται se ha vivido, he gozado de la vida Cic.Att.238.2, cf. 375.3.
5 vivir, habitar de ciertos animales περὶ τὴν θάλασσαν Arist.HA 615a21, cf. App.BC 4.119.
II tr., en v. med. aor. sigm. dar la vida, salvar σὺ γάρ μ' ἐβιώσαο κούρη Od.l.c., cf. Apollon.l.c.
English (Abbott-Smith)
βιόω, -ῶ (< βίος), [in LXX: Pr 7:2 9:6 (חיה), Jb 29:18, Wi 4:4 א1, 12:23, Si 40:28, IV Mac 5:22 17:18*;]
to spend life, to live: τ. χρόνον βιῶσαι (cl., more freq. 2 aor., -ναι), I Pe 4:2 (cf. Jb, l.c.).†SYN.: ζάω (q.v.).
English (Strong)
from βίος; to spend existence: live.
English (Thayer)
βίῳ: 1st aorist infinitive βιῶσαι; for which in Attic the 2nd aorist infinitive βιωναι is more common, cf. Winer s Grammar, 84 (80); (Buttmann, 54 (48); Veitch, or Liddell and Scott, under the word); (βίος); (from Homer down); to spend life, to live: τόν χρόνον, to pass the time, ἡμέρας, Xenophon, mem. 4,8, 2). (Synonym: see βίος, at the end.)