γεννητός
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
English (LSJ)
γεννητή, γεννητόν,
A begotten, υἱὸς γεννητός, opp. ποιητός, Pl.Lg.923e; mortal, Luc.Icar.2; γεννητοὶ γυναικῶν born of women, Ev.Matt.11.11, Ev.Luc.7.28.
II generable, opp. φθαρτός, Arist.Metaph.1027a29 (v.l.); ὑλὴ γεννητή matter for generation, ib.1042b6. Adv. γεννητῶς = by means of generation, Iamb. Myst.1.18.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): dór. γεννατός Ti.Locr.97d
I 1engendrado del hijo legítimo frente al adoptivo παῖς ... εἴτε γ. ὢν εἴτε ποιητός Pl.Lg.923e, cf. Hsch.
•op. ‘no engendrado’ o ‘eterno’ βροτὸς ... γ. γυναικός como sinón. de mortal LXX Ib.11.12, 14.1, cf. 11.2, 15.14
•cóm. frente a ὑπερνέφελος ἀνήρ Luc.Icar.12
•creado, engendrado en especulaciones filosóficas sobre la divinidad θεῶν ὁρατῶν καὶ γεννητῶν Pl.Ti.40d, ὁ θεὸς ... ὕστερος καὶ γ. Plot.4.7.83, entre los crist., en las discusiones sobre la Trinidad, ref. al Hijo γ. καὶ ἀγέννητος Ign.Eph.7.2, y a su divinidad op. la ‘no engendrada’ del Padre, Ath.Al.M.28.1213B, de las criaturas τὰ θνητά τε καὶ γεννητά Clem.Al.Strom.2.11.51, cf. 2.5, entre los gnósticos γ. ἦν ὁ Νοῦς Hippol.Haer.6.30, διορίζοντα τοὺς γεννητοὺς Αἰῶνας ἀπὸ τοῦ ἀγεννήτου Πατρός Iren.Lugd.Haer.1.11.1
•de abstr. creado op. ‘eterno’ γεννητῷ παραδείγματι προσχρώμενος Pl.Ti.28b, τὰ δ' αἰσθητὰ ... γιγνόμενα καὶ γεννητὰ ἐφάνη Pl.Ti.28c, cf. 37d, ὁ γ. χρόνος Ti.Locr.l.c., κόσμος D.S.1.6.
2 subst. hijo, prole ἔστι δὲ θείῳ μὲν γεννητῷ περίοδος ... ἀνθρωπείῳ δὲ ... Pl.R.546b, ἐν γεννητοῖς γυναικῶν entre los nacidos de las mujeres, e.e. entre los hombres, Eu.Matt.11.11, Eu.Luc.7.28.
II susceptible de generación ὕλη ... γ. καὶ φθαρτή Arist.Metaph.1042b6.
III adv. γεννητῶς = por medio de procreación τὸ γιγνόμενον τοῦ ὄντος γ. Iambl.Myst.1.18, γ. ὑπάρχων ἐκ τοῦ Πατρὸς ὁ Υἱός Basil.M.31.608A, cf. Gr.Nyss.Eun.3.2.97.
German (Pape)
[Seite 483] erzeugt, Plat. Tim. 52 a; υἱός, im Gegensatz von ποιητός, Legg. XI, 923 e; sterblich, Luc. Icarom. 2; D. Hal. 5, 29. Vgl. γενητός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 engendré;
2 mortel;
NT: né de ; enfant de
γεννάω.
Étymologie: adj. verb. de γεννάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γεννητός -ή -όν γεννάω
1. van personen verwekt, geboren:; υἱός … εἴτε γεννητὸς ὢν εἴτε ποιητός een biologische of geadopteerde zoon Plat. Lg. 923e; sterfelijk. Luc. 24.2.
2. van zaken ontstaan, voortgebracht.
Russian (Dvoretsky)
γεννητός: дор. γεννᾱτός 3
1 рожденный (θεοί Plut.); перен. смертный (γ. καὶ ἐπίγειος Luc.);
2 природный, родной (εἴτε γ. εἴτε ποιητὸς υἱός Plat.);
3 рождающийся, возникающий (αἴτια γεννητὰ καὶ φθαρτά Arst.).
Middle Liddell
γεννάω
begotten, Plat.; γεννητοὶ γυναικῶν born of women, NTest.
English (Strong)
from γεννάω; born: they that are born.
English (Thayer)
γεννητη, γεννητον (γεννάω), begotten, born (often in Plato; Diodorus 1,6ff); after the Hebrew (אִשָּׁה יְלוּד, γεννητοι γυναικῶν (Buttmann, 169 (147), born of women) is a periphrasis for men, with the implied idea of weakness and frailty: Luke 7:28.
Greek Monolingual
γεννητός, -ή, -όν (AM) γεννώ
αυτός που οφείλει την ύπαρξή του σε γέννηση και δεν πλάστηκε ως κτίσμα της Δημιουργίας («θεὸν γεννητὸν κατὰ σάρκα», «οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ», ΚΔ) ή δεν υιοθετήθηκε («εἴτε γεννητὸς ὤν υἱὸς εἴτε ποιητός», Πλάτ.)
αρχ.
1. ο θνητός
2. αυτός που γεννήθηκε σ' ένα ορισμένο τόπο, ο αυτόχθονος
3. εκείνος που έχει γεννητική, παραγωγική δύναμη.
Greek Monotonic
γεννητός: -ή, -όν (γεννάω), αυτός που έχει γεννηθεί, σε Πλάτ.· γεννητοὶ γυναικῶν, αυτοί που έχουν γεννηθεί από γυναίκες, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
γεννητός: -ή, -όν, (γεννάω) γεννηθείς, υἱὸς γ., ἀντίθ. τῷ ποιητός, Πλάτ. Νόμ. 923Ε· θνητός, Διον. Ἁλ. 5. 29, Λουκ. Ἰκαρομ. 2· γεννητοὶ γυναικῶν, γεννηθέντες ἐκ γυναικῶν, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ια΄, 11, Λουκ. ζ΄, 28. ΙΙ. ὁ γεννῶν, παράγων, ἀντίθ. τῷ φθαρτός, Ἀριστ. Μεταφ. 5. 3, 1· ὕλη γ. αὐτόθι 7. 1, 8· πρβλ. γενητός.
Chinese
原文音譯:gennhtÒj 根尼拖士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:成為
字義溯源:所生的,生;源自(γεννάω)=生育);而 (γεννάω)出自(γένος)=親戚,族裔), (γένος)出自(γίνομαι)*=成為)
出現次數:總共(2);太(1);路(1)
譯字彙編:
1) 所生的(2) 太11:11; 路7:28