γόμος
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ὁ, (γέμω)
A ship's freight, cargo, A.Supp.444 (dub.), D.32.4; πεντακισχιλίων ταλάντων γόμον ἔχειν = to be of 5,000 talents burden, Hdt.1.194.
2 beast's load, Babr.7.11, LXX Ex.23.5, al., PAmh.2.138.11 (pl., iv A. D.); γόμος καμηλικός OGI629.87, al. (Palmyra, ii A. D.); γόμος καρρικός ib.16.
3 guild of transport-agents in Nubia, CIG4980, al.
II γὁμος· ζωμός, Hsch.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 cargamento de una nave, mercancía A.Supp.444, D.32.4, Plu.2.914a, Act.Ap.21.3, Apoc.18.11, 12, PWarren 5.7 (II d.C.), PSI 792.5 (II d.C.), POxy.708.3 (II d.C.), 2926.5, πεντακισχιλίων ταλάντων γόμον ἔχει Hdt.1.194, cf. OGI 209.3 (Nubia III d.C.), CIG 4980, 4981, 4995, SB 3920, 4105.
2 carga de un animal, Babr.7.11, LXX Ex.23.5, 4Re.5.17, DP 14.9, γ. καμηλικός OGI 629.87 (Palmira II d.C.), γ. καρρικός carga de un carro, OGI 629.16 (Palmira II d.C.), cf. Mitteis Chr.342.11 (IV d.C.)
•bala, paca de heno χόρτου γ. PMich.581.5 (II d.C.).
3 γόμος· θωμός Hsch.
German (Pape)
[Seite 500] ὁ, Schiffsladung, Fracht, Her. 1, 194; Aesch. Suppl. 439, aber l. d.; Dem. 32, 4 u. sonst; allgemein, Gepäck, LXX.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 cargaison d'un navire;
2 charge (d'une bête de somme, etc.).
Étymologie: γέμω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γόμος -ου, ὁ γέμω lading, vracht (van een schip).
Russian (Dvoretsky)
γόμος: ὁ
1 корабельный груз Aesch., Her., Dem., Plut.;
2 кладь, вьюк Babr.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: ζωμός H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Latte reads θωμός. V. Blumenthal Hesychst. 15 A. 1 thinks it is Messapian to χέω (from *ǵh(o)u-mos). Mere hypotheses.
Middle Liddell
γέμω
1. a ship's freight, burden, tonnage, Hdt., Dem.
2. a beast's load, Babr.
English (Strong)
from γέμω; a load (as filling), i.e. (specially) a cargo, or (by extension) wares: burden, merchandise.
English (Thayer)
γομου, ὁ (γέμω);
a. the lading or freight of a ship, cargo, merchandise conveyed in a ship: Herodotus 1,194; (Aeschylus), Demosthenes, others; (in the Sept. the load of a beast of burden, merchandise: Revelation 18:11f.
Greek Monolingual
ο (AM γόμος) γεμώ
μσν.- νεοελλ.
(στη μαγειρική) γέμιση, παραγέμισμα
νεοελλ.
1. υλικό με το οποίο γεμίζουν στρώματα, μαξιλάρια κ.λπ.
2. γόμωση πυροβόλου όπλου
αρχ.
1. φορτίο πλοίου
2. φορτίο υποζυγίου.
Greek Monotonic
γόμος: ὁ (γέμω),
1. φορτίο ενός πλοίου, βάρος, σε Ηρόδ., Δημ.
2. το φορτίο ενός θηρίου, σε Βάβρ.
Greek (Liddell-Scott)
γόμος: ὁ, (γέμω) φορτίον πλοίου, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 444· πεντακισχιλίων ταλάντων γόμον ἔχειν, ἐπὶ πλοίου ἔχοντος χωρητικότητα 5000 ταλάντων, Ἡρόδ. 1. 194, πρβλ. Δημ. 883. 11· συχνὸν ἐν Ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 4980-5037. 2) κτήνους φορτίον, Βάβρ. 7. 11, Ἑβδ. (Ἐξ. κγ΄, 5, κ. ἀλλ.)
Frisk Etymology German
γόμος: {gómos}
Meaning: ζωμός H.
Etymology: Latte z. St. ändert die Erklärung in θωμός; v. Blumenthal Hesychst. 15 A. 1 neigt dazu, γόμος als messapisches (bzw. hylleisches oder makedonisches) Komödienwort zu χέω (aus *ĝh(o)u-mos) zu ziehen. — Beides hypothetisch.
Page 1,319
Chinese
原文音譯:gÒmoj 哥摩士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:滿
字義溯源:裝載,重擔,貨物,負擔;源自(γέμω)*=增大,積聚)
出現次數:總共(3);徒(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 這貨物(1) 啓18:12;
2) 貨物(1) 啓18:11;
3) 貨(1) 徒21:3