πορισμός
English (LSJ)
ὁ, providing, procuring, τῶν ἐπιτηδείων Plb. 3.112.2; earning a living, Chrysipp.Stoic.3.172; ἐφήμερος π. Phld. Oec.p.44J.; συγγνώμης J.BJ2.21.3: abs., Man.4.448(pl.); money-getting, Plu.2.524d, 92b (pl.), 136c (pl.), etc.; means of gain, Chaerem. ap. Porph.Abst.4.8; δυσὶ π., γεωργίᾳ καὶ φειδοῖ Plu.Cat.Ma. 25; π. μέγας ἡ εὐσέβεια 1 Ep.Ti.6.6; means of livelihood, Muson.Fr. 11p.59H.
German (Pape)
[Seite 683] ὁ, das Anschaffen, τῶν ἐπιτηδείων, Pol. 3, 112, 2; – Erwerb, Erwerbsmittel, Plut. Num. 3 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 action de se procurer de l'argent;
2 moyen pour se procurer, expédient.
Étymologie: πορίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πορισμός -οῦ, ὁ [πορίζω] het verdienen van geld, bron van inkomsten.
Russian (Dvoretsky)
πορισμός: ὁ
1 добывание, получение (τῶν ἐπιτηδείων Polyb.);
2 заработок, прибыль (πορισμοὶ δίκαιοι Plut.): ὁ τρόπος τοῦ πορισμοῦ Plut. способ наживать деньги;
3 приобретение (ἔστιν π. μέγας ἡ εὐσέβεια NT).
English (Strong)
from a derivative of poros (a way, i.e. means); furnishing (procuring), i.e. (by implication) money-getting (acquisition): gain.
English (Thayer)
πορισμοῦ, ὁ (πορίζω to cause a thing to get on well, to carry forward, to convey, to acquire; middle to bring about or procure for oneself, to gain; from πόρος (cf. πορεύω));
a. acquisition, gain (Polybius, Josephus, Plutarch).
b. a source of gain: Plutarch Cat. Maj. 25; (Test xii. Patr., test. Isa. § 4)).
Greek Monolingual
ο, ΝΑ πορίζω
1. εξεύρεση, προμήθεια («ὁρῶν δ' ὅτι ταχέως ἀναγκασθήσονται μεταστρατοπεδεύειν οἱ Καρχηδόνιοι διά τὸν πορισμὸν τῶν ἐπιτηδείων», Πολ.)
2. εξοικονόμηση χρημάτων
3. η εξεύρεση τών προς το ζην αναγκαίων
αρχ.
1. ο τρόπος απόκτησης χρηματικού κέρδους
2. το μέσο με το οποίο μπορεί κανείς να πετύχει κέρδος ή ωφέλεια («ἀνθρώπων... νομιζόντων πορισμὸν εἶναι τὴν εὐσέβειαν», ΠΔ).
Greek Monotonic
πορισμός: ὁ (πορίζω), προμήθεια, εφοδιασμός, σε Πολύβ.· μέσα απόκτησης κέρδους, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
πορισμός: ὁ, τὸ πορίζεσθαι, τῶν ἐπιτηδείων Πολύβ. 3. 112, 2· ἀπολ., τὸ χρηματίζεσθαι, κερδαίνειν χρήματα, Πλούτ. 2. 524D, πρβλ. 92Β, 136Β, κτλ.· ― ὡσαύτως, μέσον δι’ οὗ λαμβάνει τις ἢ κτᾶται χρήματα, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 25· μέσον τοῦ πορίζεσθαι κέρδος τι, Ἐπιστ. Α΄ πρὸς Τιμ. ς΄, 5.
Middle Liddell
πορισμός, οῦ, ὁ, πορίζω
a providing, procuring, Polyb.: — a means of getting, Plut.: means of gain, NTest.
Chinese
原文音譯:porismÒj 坡里士摩士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:(為利而) 走(著)
字義溯源:供給品,藉此謀利,利源,得利,利,報酬;源自(πόρνος)X*=路)
出現次數:總共(2);提前(2)
譯字彙編:
1) 利源(2) 提前6:5; 提前6:6