ἀμέθυστος
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
English (LSJ)
ἀμέθυστον, (μεθύω)
A not drunken, without drunkenness, Plu.2.464c: Comp., Gp.7.34.2.
II not intoxicating, perhaps so used in Nonn. D. 19.133: as substantive, ἀμέθυστον, τό, remedy against drunkenness, Archig. ap. Gal.12.572, Dsc.Eup.1.24; also ἀμέθυστος, ἡ, Plu. 2.15b, Ath.1.34c:—hence, such things as were supposed to act as remedies, viz.,
1 kind of herb, Plu.2.647b; = σέλινον ἄγριον, Ps.-Dsc.2.175.
2 amethyst, LXX Ex.28.19, Apoc.21.20, D.P. 1122, AP5.204, 9.748 (Pl. Jun.):—also ἀμέθυστον, τό, IG11(2).287B22 (Delos, iii B.C.).
3 ἀμέθυστον, τό, kind of grape, Colum.3.2.24.
Spanish (DGE)
-ον
I 1sin borrachera ἡμέρας ... ἀμεθύστους καὶ ἀοίνους διαγαγεῖν Plu.2.464c.
2 que no emborracha πιεῖν ἀμέθυστον ἐέρσην Nonn.D.19.135
•que no se emborracha γυναῖκες δὲ τῶν ἀνδρῶν ἀμεθυστότεραί εἰσι Gp.7.34.2.
II subst.
1 bot. ἡ ἀ. cierta planta usada como antídoto contra la borrachera Plu.2.647b
•el ranúnculo, Ranunculus sp., Ps.Dsc.2.175.
2 τὸ ἀ. gener. plu. tisana, antídoto contra la borrachera μηδὲν εἶναι φαυλότερα τῶν ἀμεθύστων καλουμένων Plu.2.15b, cf. Archig. en Gal.12.572, Ath.34c (fem.plu.), Dsc.1.123, Eup.1.24
•sg. el antirrino, Antirrhinum maius L., Ps.Apul.Herb.86.14 (ametiston).
3 ἡ ἀ. la amatista δακτύλιος ἀμέθυστον (sic) IG 11(2).287B.22 (Delos III a.C.), c. juego de palabras c. II 2εἰμὶ Μέθη τὸ γλύμμα σοφῆς χερός, ἐν δ' ἀμεθύστῳ γέγλυμμαι AP 9.752 (Asclep. o Antip.Thess.), λυσσαλέης ἀμέθυστον ἀλεξήτειραν ἀνάγκης Nonn.D.12.381, οἰνωπὴ ἀ. Nonn.D.18.77, cf. tb. LXX Ex.28.19, Ez.28.13, Apoc.21.20, AP 5.205, D.P.1122, Plin.HN 9.135, Isid.Etym.16.9.1.
• Etimología: No resulta convincente la deriv. de ἀ- priv. y μέθυ (‘que se embriaga’), que suele proponerse. Prob. etim. pop. a partir de un prést. semítico, cf. ár. jamsitum.
German (Pape)
[Seite 120] 1) nicht trunken, neben ἄοινος Plut. coh. ira a. E.; – 2) dem Rausche widerstehend, ἡ, ein Mittel gegen den Rausch, Ath. I, 34 b; τὸ ἀμ., sc. φάρμακον, Plut. Aud. poet. 1. – Dah. der bläulich violette Edelstein Amethyst, weil er gegen Trunkenheit schützen sollte, Asclepiad. 23; Plat. Iun. 2 (IX, 752. 748); an beiden Stellen hat der cod. Vat. ἀμέθυσος. Bei Hesych. auch Pflanzenname.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans ivresse;
2 qui dissipe l'ivresse : ἡ ἀμέθυστος sorte d'herbe employée contre l'ivresse.
Étymologie: ἀ, μεθύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμέθυστος:
1 свободный от пьянства: ἡμέρα ἀ. Plut. день воздержания от попоек;
2 предохраняющий от опьянения (λίθος Plut.).
II ἡ
1 средство (снадобье или зелье) против опьянения lut.;
2 аметист (драгоценный камень, ношение которого якобы предупреждало опьянение) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμέθυστος: -ον, (μεθύω) ὁ μὴ μεθυσμένος, ὁ ἄνευ μέθης, Πλούτ. 2. 464C. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἀμέθυστος, ἡ, φάρμακον κατὰ τῆς μέθης: = ἐντεῦθεν πᾶν ὅ,τι ἐνομίζετο ὅτι ἐνήργει ὡς φάρμακον κατὰ τῆς μέθης, δηλ., 1) εἶδος βοτάνης, Πλούτ. 2. 647Β. 15Β, ἔνθα ἴδε Wyttenb. 2) ὁ πολύτιμος λίθος ἀμέθυστος Ἑβδ. (Ἔξοδ. κηϳ, 16), Ἀποκάλ. Ἰωάνν. καϳ 20, Διον. Π. 1122: λίθος ἀμ. Ἀνθ. Π. 5. 205., 9. 748. Πρβλ. ἀμέθυσον
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of μεθύω; the "amethyst" (supposed to prevent intoxication): amethyst.
English (Thayer)
ἡ, amethyst, a precious stone of a violet and purple color (Phavorinus so called διά τό ἀπείργειν τῆς μέθης (so Plutarch, quaest. conviv. iii. 1,3, 6)): B. D. under the word.)
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο (Α ἀμέθυστος, -ον] μεθύω
αυτός που δεν μέθυσε, δεν είναι μεθυσμένος, ξεμέθυστος
νεοελλ.
αυτός που αντιδρά στο πιοτό, που δεν μπορεί να μεθύσει
αρχ.
1. (το θηλ. η το ουδ. ως ουσ.) ἡ ἀμέθυστος και το ἀμέθυστον
φάρμακο κατά της μέθης
2. ἀμέθυστος, η
βλ. ἀμέθυστος, ο (Ορυκτ.).
(II)
ο (Ορυκτ.)
ημιπολύτιμη ποικιλία του χαλαζία (SiO2) με χρώμα μωβ έως βιολετί, η οποία χρησιμοποιείται ως κόσμημα ή ως διακοσμητικό υλικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. ἀμέθυστος, με χρήση ουσ. Η λ. πέρασε και στην ξεν. επιστημον. ορολογία, πρβλ. αγγλ. amethyst].
Greek Monotonic
ἀμέθυστος: -ον (μεθύω),
I.μη μεθυσμένος, νηφάλιος, σε Πλούτ.
II. ως ουσ., ἀμέθυστος, ἡ, αμέθυστος, η πολύτιμη πέτρα, θεωρούνταν ως γιατρειά κατά της μέθης, σε Καινή Διαθήκη
Frisk Etymological English
-ον
Grammatical information: adj., subst.
Meaning: not drunken, not intoxicating; remedy against drunkenness (Plu.), also name of a plant (because it helps against drunkenness, s. Strömberg Pflanzennamen 91); amethyst LXX.
Origin: IE [Indo-European] [707] *medʰu `sweet; honey, wine
Etymology: Compound of privative ἀ- and μεθυ. Amethyst after the colour of red wine which is so much diluted with water that it can no longer intoxicate (Clausing Glotta 20 (1933) 292).
Middle Liddell
μεθύω
I. not drunken, Plut.
II. as substantive, ἀμέθυστος, ἡ, amethyst, the precious stone, supposed to be a remedy against drunkenness, NTest.
Frisk Etymology German
ἀμέθυστος: -ον,
{améthustos}
Forms: Zusammenbildung von ἀ privativum und μεθύω, als Adj.
Meaning: dem Rausch nicht verfallend (Plu., Gp.) oder, aktiv, rauschhindernd (Dsk.); als Subst. ntr. (fem.) Heilmittel gegen Trunkenheit (Plu. u. a.), auch Pflanzenname (wegen der heilbringenden Wirkung gegen den Rausch, s. Strömberg Pflanzennamen 91).
Etymology: Der Amethyst "ist benannt nach der lila-violetten Farbe des in so hohem Grade mit Wasser verdünnten Rotweins, daß er nicht mehr trunken machen kann" (Clausing Glotta 20, 292).
Page 1,90
Chinese
原文音譯:¢mšqustoj 阿-姆替士拖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:不-醉 相當於: (אַחְלָמָה)
字義溯源:紫晶;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(μεθύω)=喝醉)組成;而 (μεθύω)出自(μέθη)*=醉酒)。新耶路撒冷城牆的根基是用各種寶石修飾的,第十二寶石是紫晶( 啓21:20)。可能紫晶的顏色有如酒的顏色
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 紫晶(1) 啓21:20