ἐντόπιος
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
ἐντόπιον,
A local, θεοὶ ἐντόπιοι = ἐγχώριοι, Pl.Phdr.262d; νόμισμα, πλοιάρια, Peripl.M.Rubr.49,36; πόλεμοι ἐντόπιοι = civil wars, D.H.8.83; ἡ ἐντόπιος ἱστορία D.L.7.35; ἐντόπιοι local residents, opp. ξένοι, IG5(2).491 (Megalopolis, ii/iii A.D.); opp. Ἀλεξανδρεῖς, PLond.2.192.94 (i A. D.).
2 Medic., local, βάρος Antyll. ap. Aët.9.40.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [fem. -α SEG 45.1941 (Palestina I/II d.C.)]
1 de pers. originario del país o la región, indígena op. Ἀλεξανδρεύς PLond.192.94 (I d.C.), cf. PThmouis 1.91.3 (II d.C.), ἀνὴρ ἔμπειρος καὶ ἐ. un hombre familiarizado con la región y originario de ella Str.13.1.45
•subst. οἱ ἐντόπιοι los lugareños, las gentes del lugar οἱ Κυναμολγοί, ὑπὸ δὲ τῶν ἐντοπίων Ἄγριοι καλούμενοι Str.16.4.10, ἡμεῖς τε καὶ οἱ ἐντόπιοι Act.Ap.21.12, cf. Hierocl.Facet.210, Callinic.Mon.V.Hyp.9.7, θεὶς δὲ τὸ ἔλαιον ... πάσῃ ἡλικίᾳ καὶ τύχῃ ἐντοπίων τε καὶ ξένων IStratonikeia 247.19 (II/III d.C.)
•que vive o ejerce su actividad en el lugar ἱππεῖς SEG 41.1669.1 (Egipto I a.C.), ἄρχοντες ἐντόπιοι op. ἄρχοντες Ἀλεξανδρίας PYale 137.15 (III d.C.).
2 propio o característico del lugar, del país, local de productos agrícolas y anim. δόντα θηριομαχίας διὰ παντοίων ζῴων, ἐντοπίων καὶ ξενικῶν IBeroeae 117.16 (I d.C.), ἐλαῖαι Str.16.4.18, οἶνος ἐ. vino de producción local op. Ὀασιτικός POxy.3425.3 (IV d.C.), cf. OAshm.Shelton 138 (biz.)
•de usos, costumbres, etc. θεοί ἐντόπιοι Pl.Phdr.262d, πλοιάρια ῥαπτὰ ἐντόπια Peripl.M.Rubri 36, ἱματισμὸς Peripl.M.Rubri 36, νόμισμα Peripl.M.Rubri 49, λίτρα SEG l.c., (Ζήνων) Ῥόδιος, τὴν ἐντόπιον γεγραφὼς ἱστορίαν Zenón de Rodas, autor de una historia local D.L.7.35.
3 interno, interior πόλεμος op. ἀλλοδαπός ‘externo’, D.H.8.83
•medic. localizado en algún órgano o parte del cuerpo, local εἰ ἐν τοῖς παχέσιν ἐντέροις εἴη ἡ ἕλκωσις ... προηγεῖται ... βάρος ἐντόπιον Antyll. en Aët.9.40, τῆς ὑστέρας ... ἀναδεδεγμένης διὰ ψύξιν ἐντόπιον Paul.Aeg.3.61.1, cf. Archig. en Aët.11.4, Philagr.94, φλεγμονὴ ἐ. γινομένη Orib.Ec.56.1.
German (Pape)
[Seite 857] an Ort u. Stelle, einheimisch; θεοὶ ἐντόπιοι, dii indigetes, Plat. Phaedr. 262 d; πόλεμοι, einheimische, Bürgerkriege, D. Hal. 8, 83 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
local, du pays.
Étymologie: ἐν, τόπος.
Russian (Dvoretsky)
ἐντόπιος:
1 местный, туземный (θεοί Plat.);
2 отечественный (ἱστορία Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐντόπιος: -ον, ὡς καὶ νῦν, θεοὶ ἐντόπιοι = ἐγχώριοι, Πλάτ. Φαῖδρ. 262D· πόλεμοι ἐντόπιοι, ἐμφύλιοι, Διον. Ἁλ. 8. 83· ἡ ἐντόπιος ἱστορία Διογ. Λ. 7. 35.
English (Strong)
from ἐν and τόπος; a resident: of that place.
English (Thayer)
ἐντοπιον (τόπος), a dweller in a place; a resident or native of a place: Sophocles (?), Plato, others.)
Greek Monolingual
-α, -ο και ντόπιος, -α, -ο (AM ἐντόπιος, -ία, -ον και ἐντόπιος, -ον, Μ και ντόπιος, -α, -ο)
1. αυτός που γίνεται, παράγεται, κατασκευάζεται, χρησιμοποιείται σ' έναν τόπο («ἔγωγε... αἰτιῶμαι τοὺς ἐντοπίους θεούς», Πλάτ.)
2. ως ουσ. ο εντόπιος
αυτόχθονος, εγχώριος, ιθαγενής, ντόπιος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το ἐντόπιον
ιθαγένεια
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σ' έναν τόπο, τοπικός
2. εμφύλιος («τῶν ἐντοπίων πολέμων», Δίον. Αλ.)
3. ιατρ. ο περιορισμένος σ' ένα μέρος του σώματος.
επίρρ...
ἐντοπίως
εγχωρίως, ιθαγενώς, τοπικώς, επιτοπίως.
Chinese
原文音譯:™ntÒpioj 恩-拖披哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:在內-安置處
字義溯源:居民,本地的人;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(τόπος / Πόντος)*=處,場所)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 本地的人(1) 徒21:12