ἐπιδέχομαι
Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
English (LSJ)
Ion. etc. ἐπιδέκομα Hdt. (v. infr.), Leg.Gort.11.25:—
A admit besides or in addition, Hdt.8.75.
2. receive besides, Men. 583.
3. receive, welcome, τινὰς φιλανθρώπως Plb.21.18.3; ἐ. εἰς τὰ οἰκητήρια POxy.281.9 (i A.D.).
II. take on oneself, undertake, πόλεμον Plb.4.31.1; τὴν στεφανηφορίαν Inscr.Prien.108.255 (ii B.C.), cf. POxy.498.6 (ii A.D.), etc.: c. inf., ib.102.7 (iv A.D.): abs., agree, admit liability, PAmh.2.31.12 (ii B.C.).
2. of things, allow of, admit of, κατηγορίαν D.10.28; λόγον Arist.Cat.3b2; τὸ μᾶλλον καὶ τὸ ἧττον ib.6a19; ἐναντιότητα ib.11b1; τὴν μεσότητα Id.EN1107a8; τἀκριβές ib.1094b25; δόξαν αἰτίας Aeschin.1.48, cf. HeroAut.1.7: c. inf., ὁ χρόνος οὐκ ἐπιδέχεται μακρολογεῖν Din.1.31.
3. expect, await, βαρεῖαν ἐπιδέγμενοι ἀνάγκαν B.16.96.
4. accept a term as applying to, ἐπί τινος Ascl. Tact.11.2 (v.l. ἐκδ-).
German (Pape)
[Seite 936] (s. δέχομαι), ion. ἐπιδέκομαι, dazu auf-, annehmen; Her. 8, 75; Sp., τὰς πρεσβείας D. Hal. 1, 63; τοὺς παραγενομένους φιλανθρώπως Pol. 22, 1, 3; ἐὰν τὰ μετὰ γυναικὸς ἐπιδέχηται χρήματα Men. Stob. flor. 70, 5; auch πόλεμον u. ä., Pol. 4, 31; ὅτι φόρους δώσει 27, 8; – zugeben, gestatten, erlauben, οὐκ ἐπιδέχεται ὁ χρόνος μακρολογεῖν Din. 1, 36; τοῦτ' ἤδη πᾶσαν ἐπιδέχεται κατηγορίαν Dem. 10, 28; ὥστε μὴ ἐπιδέχεσθαι δόξαν αἰτίας πονηρᾶς Aesch. 1, 48; oft Pol., auch = billigen, gutheißen, τὴν παῤῥησίαν τινός 33, 15, 6.
French (Bailly abrégé)
1 recevoir en outre, acc.;
2 se charger de, prendre sur soi, acc.;
3 admettre, acc..
Étymologie: ἐπί, δέχομαι.
English (Strong)
from ἐπί and δέχομαι; to admit (as a guest or (figuratively) teacher): receive.
English (Thayer)
(from Herodotus down);
1. to receive hospitably: τινα, Polybius 22,1, 3).
2. to admit, i. e. not to reject": τινα, one's authority, τούς λόγους, παιδείαν, δέχομαι, at the end.)
Greek Monolingual
(AM ἐπιδέχομαι)
επιτρέπω («η εγχείρηση δεν επιδέχεται αναβολή»)
μσν.
απρόσ. ἐπιδέχεται
φαίνεται
αρχ.
1. δέχομαι επί πλέον («ὡς ἐπεδέκοντο οί Θεσπιέες πολιήτας», Ηρόδ.)
2. δέχομαι κάποιον σπίτι μου ή αλλού, υποδέχομαι
3. αναλαμβάνω να επιχειρήσω κάτι («οὐκ ἂν ἐπιδέξαιντο τὸν πόλεμον πρὶν ἤ...», Πολύβ.)
4. υπομένω, βαστάζω
5. αναμένω, προσδοκώ.
Greek Monotonic
ἐπιδέχομαι: Ιων. -δέκομαι, μέλ. -ξομαι, αποθ., παραδέχομαι επιπλέον ή επιπροσθέτως, σε Ηρόδ.· επιτρέπω κάτι, παραδέχομαι κάτι, Λατ. recipere, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδέχομαι: ион. ἐπιδέκομαι
1 принимать (еще, сверх) (πολιήτας Her.; τοὺς παραγενομένους Polyb.): μετὰ γυναικὸς ἐ. χρήματα Men. брать за женой приданое;
2 принимать на себя, предпринимать (πόλεμον Polyb.);
3 принимать в себя, допускать (τὴν μεσότητα Arph.): πᾶσαν ἐ. κατηγορίαν Dem. заслуживать всяческого порицания; μὴ ἐ. δόξαν τινός Aeschin. быть выше (всякого) подозрения в чем-л.; ἐ. τὸ μᾶλλον καὶ τὸ ἧττον Arst. быть способным увеличиваться и уменьшаться.
Middle Liddell
ionic -δέκομαι fut. ξομαι
Dep. to admit besides or in addition, Hdt.: to allow of, admit of, Lat. recipere, Dem.
Chinese
原文音譯:™pidšcomai 誒披-得何買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在上-領受
字義溯源:容納,接待,歡迎,承認;由(ἐπί)*=在⋯上)與(δέχομαι)*=領受)組成。參讀 (αἱρέομαι)同義字
出現次數:總共(2);約叄(2)
譯字彙編:
1) 接待(2) 約叄1:9; 約叄1:10