ὀργίλος

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀργίλος Medium diacritics: ὀργίλος Low diacritics: οργίλος Capitals: ΟΡΓΙΛΟΣ
Transliteration A: orgílos Transliteration B: orgilos Transliteration C: orgilos Beta Code: o)rgi/los

English (LSJ)

[ῐ], η, ον, (ὀργή II) inclined to anger, irascible, ill-tempered, bad-tempered, Hp.Epid.1.19, X.Eq.9.7, D.6.33, Arist.EN1108a7: Comp. ὀργιλώτερος Id.Cat.10a7, Phld.Ir.p.74 W., J.AJ15.7.4 (v.l. ὀργιλαίτερος). Adv. ὀργίλως = angrily, ὀργίλως ἔχειν = to be angry, D.21.215; τινι with one, Id.45.67; ἐπί τινι Paus.8.25.6; διατίθεσθαι Phld.Ir.p.42 W.: neut. as adverb, ὀργίλον βλέπειν Jul.Or.3.103b, Lib.Or.62.24: Comp. ὀργιλώτερον J.BJ3.2.3.

German (Pape)

[Seite 370] zum Zorne geneigt, jähzornig; neben χαλεπή, Men. bei Stob. fl. 72, 2; Plat. Rep. III, 405 c; Arist. eth. 4, 5 sagt οἱ ὀργίλοι ταχέως μὲν ὀργίζονται καὶ οἷς οὐ δεῖ καὶ ἐφ' οἷς οὐ δεῖ καὶ μᾶλλον ἢ δεῖ – So heißt auch Bacchus, Hymn. (IX, 524, 16), wahrscheinlich in Beziehung auf die Orgien. – Adv., ὀργίλως ἔχειν τινί, = ὀργίζομαι, Dem. 24, 211. 215 u. öfter, wie Luc. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
porté à la colère, irascible;
Cp. ὀργιλώτερος, Sp. ὀργιλώτατος.
Étymologie: ὀργή.

Russian (Dvoretsky)

ὀργίλος: раздражительный, вспыльчивый Xen. etc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀργίλος: [ῐ], -η, -ον, (ὀργὴ ΙΙ) ὁ ἔχων κλίσιν εἰς ὀργήν, εὐερέθιστος, εὐκόλως ὀργιζόμενος, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 955, Ξεν. Ἱππ. 9, 7, Δημ. 73. 27, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 5, 8· ἴδε ἐν λέξ. ὄργιος. - Ἐπίρρ., ὀργίλως ἔχειν, εἶμαι ὠργισμένος, Δημ. 583. 12· τινί, πρός τινα, ὁ αὐτ. 1121, ἐν τέλει· ἐπί τινι Παυσ. 8. 25. 6.

English (Strong)

from ὀργή; irascible: soon angry.

English (Thayer)

ὀργιλη, ὀργίλον (ὀργή), prone to anger, irascible (A. V. soon angry): Xenophon, de re equ. 9,7; Plato (e. g. de rep. 411b.); Aristotle (e. g. eth. Nic. 2,7, 10); others.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀργίλος, -η, -ον)
αυτός που οργίζεται εύκολα, ευερέθιστος, ευέξαπτος («φύσει ὄντα ὀργίλον καὶ φονικώτατον», Ηρωδιαν.)
νεοελλ.
γεμάτος οργή, εξοργισμένος.
επίρρ...
οργίλως (Α ὀργίλως)
με μεγάλο θυμό, με οργή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργή + επίθημα -ίλος].

Greek Monotonic

ὀργίλος: [ῐ], -η, -ον (ὀργή II), αυτός που τείνει να θυμώνει, ευέξαπτος, σε Ξεν., Δημ.· επίρρ., ὀργίλως ἔχειν, είμαι οργισμένος, σε Δημ.

Middle Liddell

ὀργῐ́λος, η, ον ὀργή II]
prone to anger, irascible, Xen., Dem. adv., ὀργίλως ἔχειν to be angry, Dem.

Chinese

原文音譯:Ñrg⋯loj 哦而居羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:憤慨的
字義溯源:暴燥的,易怒的,性急的;源自(ὀργή)=意欲,激烈情感,憎恨);而 (ὀργή)出自(ὀρέγω)*=伸展)
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編
1) 暴燥(1) 多1:7

English (Woodhouse)

angry

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)