επιλαμβάνομαι
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
Greek Monolingual
(AM ἐπιλαμβάνω
μεσ. ἐπιλαμβάνομαι) λαμβάνω
μέσ. καταπιάνομαι με κάτι, επιχειρώ (α. «ἡ δικαιοσύνη ἐπελήφθη τῆς ὑποθέσεως» β. «πράξεων μεγάλων καὶ λαμπρῶν ἀγώνων ἐπιλαβόμενος», Πλούτ.)
αρχ.-μσν.
1. συγκρατώ, εμποδίζω («τὴν ῥῖν’ ἐπιλαβοῦσα», Αριστοτ.)
2. μέσ. πιάνομαι από κάτι («ἐπιλαμβάνεται... τῆς χειρός», Πλάτ. Πρωτ.)
μσν.
1. αναλαμβάνω τη διοίκηση, τη διαχείριση
2. παίρνω μαζί μου
3. γίνομαι κάτοχος ενός πράγματος
4. αποσπώ κάτι από κάποιον
αρχ.
1. παίρνω πρόσθετο κέρδος («ἐπὶ τοῖς πεντήκοντα ταλάντοις ἐπέλαβεν ἑκατόν», Αριστοτ.)
2. παρατείνω («τεθνάναι δὲ ἐτέτακτο ἐπιλαβόντα ἄνδρα τῆς ἀρχῆς», Παυσ.)
3. παίρνω, δέχομαι
4. (για αρρώστια) προσβάλλω («ἐπιλαβών δὲ λοιμός τε τὸν στρατόν», Ηρόδ.)
5. (για εχθρό) επιτίθεμαι
6. πιάνω, καταφθάνω («μὴ σφῶν χειμὼν τὴν φυλακὴν ἐπιλάβοι», Θουκ.)
7. εκτείνομαι, φθάνω («ἡμέρας ἑπτακαίδεκα τῆς ἑβδόμης ὑπατείας ἐπιλαβών», Πλούτ.)
8. καταλαμβάνω ένα χώρο («πλατύτερον τόπον... ἐπιλαμβάνουσαν», Πλούτ.)
9. (με δοτ.) βοηθώ
10. διαδέχομαι, ακολουθώ
11. τρώω κάτι μετά από άλλο
12. προσβάλλω, επιτίθεμαι («ἐπελάβοντο δὲ καὶ Κορινθίων ἀναχωρούντων», Ξεν.)
13. συλλαμβάνω, πιάνω
14. κάνω κατάσχεση στα πράγματα του οφειλέτη
15. διεκδικώ
16. πετυχαίνω κάτι, αρπάζω την ευκαιρία («τῆς δὲ γυναικὸς μικρὸς ὁ καιρός, κἂν τούτου μὴ ‘πιλάβηται, οὐδεὶς ἐθέλει γῆμαι ταύτην», Αριστοφ.)
17. επιδιώκω να πετύχω
18. (για τόπο) φθάνω
19. αγγίζω
20. παίρνω τον λόγο («ἐμοῦ γε ἀκούων ἐπιλαμβάνου, ἐάν τί σοι δοκῶ μὴ καλῶς λέγειν», Πλάτ.)
21. αντιλέγω, εναντιώνομαι («μόνος ἐπελάβετο ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ περὶ τῆς ἀποτομῆς τῶν χειρῶν ψηφίσματος», Ξεν.)
22. καταλαμβάνω («εἰ ἐπιλήψονται τὰς Ἀθήνας», Λυκούργος).