μοριακός
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα μόρια τών σωμάτων («μοριακή θεωρία»)
2. φρ. α) «μοριακή βιολογία»
βιολ. επιστημονικός τομέας που ασχολείται με τη μελέτη τών δομών και διαδικασιών τών βιολογικών φαινομένων στο μοριακό επίπεδο
β) «μοριακή δέσμη»
φυσ. ρεύμα μορίων τα οποία κινούνται κατά την ίδια γενική κατεύθυνση, συνήθως στο εσωτερικό ενός σωλήνα κενού
γ) «μοριακό βάρος»
χημ. όρος ισότιμος προς τη μοριακή μάζα ο οποίος δηλώνει το βάρος, εκφρασμένο σε γραμμάρια μιας ποσότητας ενός μολ μιας ουσίας
δ) «μοριακό κλάσμα»
χημ. ο λόγος του αριθμού τών μολ ενός συστατικού διαλύματος ή γενικότερα ενός μίγματος προς τον συνολικό αριθμό τών μολ όλων τών συστατικών του
ε) «μοριακό κόσκινο» ή «μοριακός ηθμός»
χημ. πορώδες στερεό υλικό, συνήθως ένας φυσικός ή συνθετικός ζεόλιθος, το οποίο έχει την ικανότητα να προκαλεί τον διαχωρισμό σωματιδίων μοριακών διαστάσεων
στ) «μοριακό νέφος»
αστρον. εκτεταμένη συγκέντρωση μεσοαστρικής ύλης, η οποία αποτελείται από μόρια
ζ) «μοριακός τύπος»
χημ. συμβολική έκφραση της χημικής σύστασης τών μορίων από τα οποία αποτελείται μια χημική ένωση μοριακής κατασκευής, δηλαδή εκείνη που συνίσταται από μόρια
η) «μοριακό φάσμα»
(φυσ.-χημ.-αστρον.) η πλήρης σειρά ακτινοβολιών οι οποίες παράγονται ως αποτέλεσμα τών κβαντικών ενεργειακών μεταβολών στο εσωτερικό τών μορίων
θ) «θεωρία μοριακών τροχιακών»
χημ. μια από τις δύο γενικές θεωρίες οι οποίες περιγράφουν τον ομοιοπολικό χημικό τύπο σύμφωνα με τις αρχές της κβαντομηχανικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γ. Κρίνο].