υπέρθεση
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
Greek Monolingual
η / ὑπέρθεσις, -έσεως, ΝΜΑ ὑπερτίθημι
η τοποθέτηση ενός πράγματος πάνω από ένα άλλο
νεοελλ.
1. επαλληλία
2. εκπρόθεσμη εκπλήρωση υποχρέωσης, υπερημερία
3. (γεωμορφ.) διεργασία κατά την οποία ένα υδάτινο ρεύμα δεν ακολουθεί τη λιθολογική ή την τεκτονική δομή, λόγω εγκιβωτισμού του από ένα κάλυμμα ή από μια επιφάνεια επιπέδωσης, σε συνδυασμό με τη διατήρηση της αρχικής του μορφής, αλλ. επιγένεια
4. φρ. «αρχή της υπέρθεσης» ή «αρχή της επαλληλίας»
i) γεωλ. θεμελιώδης νόμος της στρωματογραφίας, σύμφωνα με τον οποίο τα κατώτερα στρώματα μιας αδιατάρακτης σειράς πετρωμάτων είναι αρχαιότερα από τα ανώτερα στρώματά της
ii) φυσ. αρχή της μηχανικής κατά την οποία το αποτέλεσμα μιας κίνησης δεν μεταβάλλεται, εάν το κινητό εκτελεί και άλλη κίνηση
μσν.-αρχ.
(ρητ.) υπέρβαση, υπερβολή («ὁ καθ' ὑπέρθεσιν τῆς ἀληθείας καὶ φαντασίας», Ευστ.)
μσν.
φρ. «ὑπέρθεσις νηστείας» — παράταση νηστείας (Ευαγρ.)
αρχ.
1. αναβολή, αργοπορία
2. διάβαση από το διάσελο ενός όρους
3. (ρητ.) μετατόπιση, μετάθεση λέξεων ή προτάσεων
4. ο υπερθετικός βαθμός τών επιθέτων
5. μεγαλοποίηση ενός πράγματος («ὥστε μὴ μόνον τὰς προγεγενημένας... ταφὰς ὑπερβαλέσθαι, ἀλλὰ καὶ τοῖς ἑπομένοις μηδεμίαν ὑπέρθεσιν καταλιπεῖν», Διόδ.)
6. φρ. «καθ' ὑπέρθεσιν» — κατά ανιούσα κλίμακα (Διόδ.).