ἀζηχής

From LSJ

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀζηχής Medium diacritics: ἀζηχής Low diacritics: αζηχής Capitals: ΑΖΗΧΗΣ
Transliteration A: azēchḗs Transliteration B: azēchēs Transliteration C: azichis Beta Code: a)zhxh/s

English (LSJ)

ἀζηχές, (prob. for *ἀδιαεχής, *ἀδιασεχής,
A continuous, cf. ἀζαχής, ἀζεχής unceasing, ὀδύνη Il.15.25; ὀρυμαγδός 17.741: neut. as adverb, ἀζηχὲς φαγέμεν καὶ πιέμεν Od.18.3; [ὄϊες] ἀ. μεμακυῖαι Il.4.435.
II (ἄζα, cf. ἀζαλέος) hard, seasoned, κορύνη A.R.2.99; θυμός v.l.Il.15.25.

Spanish (DGE)

-ές
• Alolema(s): ἀζαχής Hsch.; ἀζεχής Hsch.
• Grafía: prob. graf. ἀσηχής SB 11856.15 (VI d.C.)
1 incesante, continuo ὀδύνη Il.15.25, ὀρυμαγδός Il.17.741, σκότος Orph.Fr.105, ἀλγηδόνας ἀσηχῆς (sic) SB l.c.
neutr. como adv. continua, incesantemente ἀζηχὲς φαγέμεν καὶ πιέμεν Od.18.3, (ὄϊες) ἀ. μεμακυῖαι Il.4.435, cf. h.Cer.468, Opp.H.3.129, Hsch., Sud.
2 interpretado como duro κορύνη A.R.2.99, Hsch.
difícil, fuerte Hsch.
• Etimología: De *ἀ-δια-εχής, c. elisión de la -α- (ἀδιεχής > ἀζεχής) o c. contracción (ἀζηχής).

German (Pape)

[Seite 43] Ableitung dunkel, Hom. fünfmal, Iliad. 4, 435 ὄιες ἀζηχὲς μεμακυῖαι, 17, 741 ἀζηχὴς ὀρυμαγδός, 15, 658 ἀζηχὲς γὰρ ὁμόκλεον ἀλλήλοισιν, 15, 25 ἐμὲ δ' οὐδ' ὧς θυμὸν ἀνίει ἀζηχὴς ὀδύνη, Odyss. 18, 3 μετὰ δ' ἔπρεπε γαστέρι μάργῃ ἀζηχὲς φαγέμεν καὶ πιέμεν; – Ap. Rh. 2, 99 κορύναι, dürr u. hart. Bei sp. D. nur: unausgesetzt.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 au bruit incessant ; adv. • ἀζηχές avec un bruit incessant;
2 p. ext. sans relâche, incessant.
Étymologie: p. *ἀ-δι-ηχής, de ἀ, διά, ἠχέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀζηχής -ές, adv. acc. n. sing. ἀζηχές onophoudelijk.

Russian (Dvoretsky)

ἀζηχής: непрерывный, беспрестанный, непрекращающийся (ὀδύνη, ὀρυμαγδός Hom.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: ἄπαυστος, συνεχής, unceasing (?), of noise, pain (Il.).
Derivatives: In H. also ἀζαχές und ἀζεχές ἀδιάλειπτον. Suidas ἀζηχές ἀδιεχές.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] Gr
Etymology: Prob. for *ἀζαεχής, which can be read in all places in Homer, from *ἀ-δια-εχής (cf. συνεχής) Schulze Q. 471, Bechtel Lex. But the contraction should give α, not η; so DELG suggests influence of ηχή and compounds like δυσηχής. But the meaning is strange; Bechtel: der ohne Einhalt etwas tut; I think it would mean nicht durhaltend, cf. διέχω hold fast.

Middle Liddell

[epic word, perhaps an old dialectic form for ἀδιεχής, α copulat.,at, διέχω, v. sub ζα-.]
unceasing, excessive, Il.; neut. as adv., ἀζηχὲς φαγέμεν καὶ πιέμεν Od.; ὄϊες ἀζ. μεμακυῖαι Il.

English (Autenrieth)

ές: unceasing, incessant; adverbial ἀζηχές.

Greek Monotonic

ἀζηχής: -ές, ακατάπαυστος, υπερβολικός, υπέρμετρος, σε Ομήρ. Ιλ.· ουδ. ως επίρρ., ἀζηχὲς φαγέμεν καὶ πιέμεν, σε Ομήρ. Οδ.· ὄϊες ἀζηχεῖς μεμακυῖαι, σε Ομήρ. Ιλ. (Επικ. λέξη· πιθ. παλαιός διαλεκτικός τύπος αντί ἀ-διεχὴς ( αθροιστικό και διέχω), βλ. ζα-.

Greek (Liddell-Scott)

ἀζηχής: -ές, ἄπαυστος, ὑπερβολικός˙ ὀδύνη, Ἰλ. Ο. 25, ὁρυμαγδός, Ρ. 714˙ οὐδ’ ὡς ἐπίρρ. ἀζηχὲς φαγέμεν καὶ πιέμεν, Ὀδ. Σ. 3. [ὄϊες] ἀζ. μεμακυῖαι, Ἰλ. Δ. 435. ΙΙ. τραχύς, σκληρός· κορύνη, Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 99· θυμός, ἄλλη γραφ. Ἰλ. Ο. 25, πρβλ. Λοβ. Αἴ. 648. (Ἐπ. λέξις ἴσως παλαιὸς διαλεκτ. τύπος ἀντὶ τοῦ ἀδιεχὴς (α ἀθροιστ.) ἴδε ἐν: ζα-).

Frisk Etymology German

ἀζηχής: -ές
{azēkhḗs}
Forms: Bei H. auch ἀζαχές und ἀζεχές· ἀδιάλειπτον.
Meaning: ἄπαυστος, συνεχής, unablässig (Hom.).
Etymology: Vgl. Suidas ἀζηχές· ἀδιεχές. Aus *ἀζαεχής, das überall bei Homer zulässig ist und für *ἀδιαεχής stehen kann. Schulze Q. 471, Bechtel Lex.
Page 1,25