εις
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
Greek Monolingual
(I)
και εισέ και σε και σ(') προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων του άρθρου (AM εἰς και ἐς)
πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ' εἰς ἅλαδε προρρέουσιν»)
2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς Μίλητον»)
3. διεύθυνση («τον οδηγούσαν στον Αγαμέμνονα», «εἰς Ἀγαμέμνονα δῖον ἄγον», «ήρθα σε σάς», «εἰς ὑμᾱς εἰσῆλθον»)
4. στάση σε τόπο μετά από κίνηση («εκάθισε εις τον θρόνον», «ἐς θρόνους ἕζοντο»)
5. τερματισμό μιας καταστάσεως και είσοδο σε άλλη («έπεσε σε βαθύ ύπνο», «ὡς ἄν εἰς ὕπνον πέσῃ»)
6. στάση σε τόπο («μένει στο εξωτερικό», «εἰς Ἐκβάτανα ἀποθανεῖν)
7. τοπική έκταση («εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου»)
8. ενώπιον («ενεφανίσθη εις το δικαστήριον», «εἰπέ τε ἐς πάντας τάδε»)
9. τοπικό όριο
έως, μέχρι («ἐκ πάτου ἐς σκοπιήν»)
10. με αριθμητικό δηλώνει διανομή ή διαίρεση («ἐσχίσθη εἰς δύο», «προσάγει σκῆπτρον Βενιαμὶν εἰς φυλάς»)
11. αξία («δύο στο χιλιάρικο», «ἔλαβε εἰς τὰ δύο λεπτά θερμία»)
12. αναφορά, σχέση με κάτι ή ως προς κάτι «άτυχος στον γάμο», «μακάριος πέφυκ' ἀνὴρ πλὴν ἐς θυγατέρας», «λέγω ἐς ἑαυτόν»)
13. εχθρική ή φιλική σχέση («άδικος σε μένα», «τὸν ἐξαμαρτόντ' ἐς θεούς», «φιλία ἐς ἀμφοτέρους»)
14. διάκριση ως προς κάτι («πρώτος στ' άρματα», «πρῶτος ἐς εὐψυχίαν»)
15. τρόπο («θα πληρώσεις εις χρήμα, εις είδος», «εἰς μὲν οὖν χρήματα ὁ μὴ θέλων γαμεῖν ταῦτα ζημιούσθω»)
16. μεταβολή από μια κατάσταση σε άλλη («μεταμορφώθηκε σε διάβολο», «εις άγγελον φωτός μετασχηματίζεται», «ἤν μέντοι ἐκτρέφειν ἐᾷς τὴν γῆν διὰ τέλους τὸ σπέρμα εἰς καρπόν»)
17. με το ειμί, γίγνομαι κ.λπ. για σχηματισμό κατηγορουμένου
(«προάγεται εις στρατηγόν», «προχειρίζεται εἰς ἐπίσκοπον», «καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν)
18. σκοπό («προσάγω εις απόδειξιν...», «εις επίρρωσιν τούτων», «εἰπεῖν εἰς ἀγαθόν»)
19. (με τα επίθετα ικανός, επιτήδειος, ευπρεπής κ.λπ.) σε κάτι («ικανός στα αγωνίσματα», «ανθεκτικός στη θερμότητα», «ἐς τοῦτο ἐπιτηδεώτατος»)
20. σε ποιόν δίδεται ή χορηγείται κάτι («ἐλεημοσύνας ποιήσω εἰς τὸ ἔθνος μου»)
21. όρκους ή ευχές («εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ»)
μσν.- νεοελλ.
1. εναντίον («επετέθη στους εχθρούς», «μόνοι κατετολμήσατε ἐλθεῖν εἰς μυριάδας»)
2. διάρκεια («πάγεις εις την κόλασιν εις όσα και αν ζήσεις», «νὰ ζῇ εἰς χρόνους ἀμετρήτους», «εἰς ἔτη πολλά»)
3. αιτία («εις του κυρού την απονιά πολλά παραπονάται»)
4. κατάσταση («βρίσκεται σε μεγάλη κρίση»
«εἶσαι εἰς τοῦ ὅρκου τὴν στοργήν»)
5. αντικατάσταση («άλλαξα τις δραχμές σε λίρες»)
6. μέσο, όργανο («παρηγοράτ' η Αρετή εις τα τση μίλει η Νένα»)
7. χώρος στον οποίο εκτείνεται κυριαρχία ή υπεροχή («να εξουσιάζει σε γη και ουρανό»)
μσν.
1. ποιητικό αίτιο («τὸ ἔπαθα εἰς ἐσᾱς»)
2. συμφωνία, σύμφωνα με («θέλει γίνειν ἡ ἀγάπη εἰς τὴν ὄρεξίν σου)
3. προσθήκη (μαζί με το «επάνω»)
αρχ.
1. χρονικό σημείο ή περίοδος κατά την οποία συμβαίνει κάτι («εἰς μὲν τὴν ὑστεραίαν οὐχ ἧκεν)
2. χρονικό όριο («εἰς ἠέλιον καταδύντα» — ώς το ηλιοβασίλεμα)
3. μέτρο ή όριο χωρίς αναφορά σε τόπο ή χρόνο
έως, μέχρι («ἐς δραχμὴν Ἀττικήν ἑκάστῳ... διέδωκε» — ανά μία δραχμή)
5. (ως επίρρ.) φρ.
α) «ἐς τὸ πᾶν» — πάντως
β) «ἐς κοινόν» — κοινώς
γ) «ἐς τάχος» — ταχέως
δ) «εἰς τὸ πρᾶγμα εἰμί» — συντελώ σε μια υπόθεση
ε) «ἐς αὐτίκα μάλα» — αμέσως
στ) «εἰς ὅτε» — μέχρις ότου
ζ) «εἰς ὁπότε» — μέχρι ποιό χρόνο ακριβώς
η) «εἰς τί» — πότε
θ) «ἐς ὅ» — μέχρις ότου
ι) «ἐς οὗ» — μέχρις ότου
ια) «ἐς τόδε» — ώς τώρα
ιβ) «ἐς τὰ μάλιστα» — στον μέγιστο βαθμό
ιγ) «ἐς πλῆθος» — πολλοί
ιδ) «εἰς ἅλις» — αρκετά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα εις (< ενς) προ φωνήεντος και ες (< ενς) προ συμφώνου είναι νεώτεροι σχηματισμοί της Ελληνικής, εν αντιθέσει προς τα εν και (επικ.) ενι που είναι αρχικοί τύποι (< IEen). Και οι δυο τ. εις και ες απαντούν στον Όμηρο και στους Ίωνες και τραγικούς ποιητές, το ες στις ιωνικές επιγραφές, στον Ηρόδοτο και στον Θουκυδίδη, ενώ το εις στις αττικές επιγραφές από τον 4ο αι. Ο αρχικός τ. ενς μαρτυρείται στο Άργος και στην Κρήτη. Ενώ το εν συνάπτεται τόσο με δοτική τοπική όσο και με αιτιατική, το εις συντάσσεται αποκλειστικά με αιτιατική και από την Κοινή βαθμιαία αντικαθιστά στη χρήση το εν. Στην Κοινή Νέα Ελληνική έχει υποχωρήσει και υποκατασταθεί από το σε. Στη σύνθεση ως α' συνθετικό είναι λιγότερο εύχρηστο από το εν στην Αρχαία, αλλ' εν τούτοις απαντά σε αρκετά μεγάλο αριθμό συνθέτων
πρβλ. εισάγω, εισακούω, εισβάλλω, εισδύω κ.ά.
αρχ.
εισαγγέλλω, εισαείρομαι, εισαίρω, εισακοντίζω, εισαλείφω, εισαναγκάζω, είσειμι, εισελαύνω κ.ά.].
(II)
εἷς, μία, ἕv (AM)
ένας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ένας].