ὀγμεύω

From LSJ

ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀγμεύω Medium diacritics: ὀγμεύω Low diacritics: ογμεύω Capitals: ΟΓΜΕΥΩ
Transliteration A: ogmeúō Transliteration B: ogmeuō Transliteration C: ogmeyo Beta Code: o)gmeu/w

English (LSJ)

move in a straight line, prop. of ploughers or mowers, Hsch. s.v. ὄγμος: metaph., c. acc. cogn., στίβον plough or trail one's weary way, of a lame man, S.Ph.163 (anap.); ὤγμευον αὐτῷ they were marching in file before him, X.Cyr.2.4.20.

German (Pape)

[Seite 291] eine grade Linie, ὄγμος, machen, eine grade Richtung nehmen; φορβῆς χρείᾳ στίβον ὀγμεύει τόνδε πέλας που, Soph. Phil. 163, den Tritt in grader Richtung hinlenken, geradeausgehen, Schol. ἐφεξῆς πορεύεται; bei der Jagd, τὸ πλῆθος τῶν πεζῶν καὶ τῶν ἱππέων ὤγμευον αὐτῷ, Xen. Cyr. 2, 4, 20, sie gingen in grader Linie vor ihm her, zum Treiben des Wildes.

French (Bailly abrégé)

1 aller en se traînant : στίβον SOPH par un sentier;
2 aller à la file : τινί, devant qqn.
Étymologie: ὄγμος.

Russian (Dvoretsky)

ὀγμεύω: досл. проводить (плугом) борозду, перен. идти по прямой линии: ὀ. στίβον Soph. плестись по дороге; ὀ. τινί Xen. идти в одну линию впереди кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

ὀγμεύω: κινοῦμαι κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, κυρίως ἐπὶ γεωργῶν ἀροτριώντων ἢ θεριζόντων (πρβλ. ὄγμος), μεταφορ., μετὰ συστοίχ. αἰτ., στίβον ὀγμεύω, ἕλκω μετὰ κόπου τοὺς πόδας μου, βαδίζω μετὰ δυσκολίας, ἐπὶ χωλοῦ ἀνθρώπου, Σοφ. Φιλ. 163· ὤγμευον αὐτῷ, ἐβάδιζον πρὸ αὐτοῦ ἐν γραμμῇ Ξεν. Κύρ. 2. 4, 20.

Greek Monolingual

ὀγμεύω (Α) όγμος
1. (για γεωργό που καλλιεργεί ή θερίζει) κινούμαι σε ευθεία γραμμή, κάνω ευθεία γραμμή με το άροτρο
2. βαδίζω σε σειρά μπροστά από κάποιον («τὸ πλῆθος τῶν πεζῶν καὶ τῶν ἱππέων ὤγμευον αὐτῷ», Ξεν.)
3. φρ. «ὀγμεύω στίβον»
(για χωλό) βαδίζω με δυσκολία, σέρνω τα πόδια μου με κόπο («φορβῆς χρείᾳ στίβον ὀγμεύει τόνδε πέλας που», Σοφ.).

Greek Monotonic

ὀγμεύω: μόνο σε ενεστ. και παρατ., κινούμαι σε ευθεία γραμμή, λέγεται για γεωργούς που οργώνουν ή θερίζουν· μεταφ., ὀγμεύω στίβον, σέρνω το κουρασμένο βήμα μου, βαδίζω με δυσκολία, λέγεται για ανάπηρο άνθρωπο, σε Σοφ.· ὤγμευον αὐτῷ, προχωρούσαν μπροστά του, σε παράταξη, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὀγμεύω, only in pres. and imperf.]
to move in a straight line, properly of ploughers or mowers; metaph., ὀγμ. στίβον to trail one's weary way, of a lame man, Soph.; ὤγμευον αὐτῷ they were marching in file before him, Xen. [from ὄγμος

Mantoulidis Etymological

(=προχωρῶ σέ εὐθεῖα γραμμή, βαδίζω μέ δυσκολία). Ἀπό τό ὄγμος πού παράγεται ἀπό τό ἄγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.