ὑπέρακμος
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
ὑπέρακμον, sexually well-developed, 1 Ep.Cor.7.36, Sor.1.22; = Lat. exoletus, Glossaria: neut.pl.as adverb, ἀκολασταίνοντες ὑ. Eust.1915.20.
German (Pape)
[Seite 1190] über die Jahre der Jugendkraft hinaus, N.T.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a passé l'âge de la force, de la jeunesse;
NT: qui a dépassé l'âge nubile.
Étymologie: ὑπέρ, ἀκμή.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρακμος: перезрелый (παρθένος NT).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρακμος: -ον, ὁ ὑπερακμάσας, ὁ ὑπερβὰς τὴν ἀκμὴν τῆς νεότητος, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ζ΄, 36· τὸ ὑπέρακμον Εὐστ. Πονημάτ. 203. 53· - οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ὁ αὐτ. ἐν Ὀδ. 1915. 20. - Κατὰ Σουΐδ. καὶ Φωτ. «ὑπέρακμος· ὑπερδραμὼν τὴν ὥραν».
English (Strong)
from ὑπέρ and the base of ἀκμήν; beyond the "acme", i.e. figuratively (of a daughter) past the bloom (prime) of youth: + pass the flower of (her) age.
English (Thayer)
ὑπερακμον (Vulg. superadultus);
1. "beyond the ἀκμή or bloom of life, past prime" (Plato, de rep. 5, p. 460e. ἀῥ οὖν σοι ξυνδοκει μέτριος χρόνος ἀκμῆς τά εἴκοσιν ἔτη γυανικι, ἀνδρί δέ τά τριάκοντα): Eustathius.
2. overripe, plump and ripe (and so in greater danger of defilement): of a virgin (R. V. past the flower of her age), 1 Corinthians 7:36.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει περάσει πλέον την ακμή της ηλικίας του
μσν.
1. (το ουδ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ὑπέρακμον
η ώριμη ηλικία, η ηλικία μετά τη νεότητα
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπέρακμα
στην ώριμη πια ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ακμος (< ἀκμή), πρβλ. ἔνακμος].
Greek Monotonic
ὑπέρακμος: -ον (ἀκμή), αυτός που έχει υπερβεί, περάσει την ακμή της νιότης, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ὑπέρ-ακμος, ον, ἀκμή
past the bloom of youth, NTest.
Chinese
原文音譯:Øpšrakmoj 虛胚而阿克摩士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:超過-點
字義溯源:超過頂點,過了全盛時期,過度的熱情,過了年歲;由(ὑπέρ / ὑπερεγώ)*=在上,過於)與(ἀκμήν)=此刻)組成,而 (ἀκμήν)出自(ἀκέραιος)X*=點)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 過了年歲(1) 林前7:36