έμβλημα

From LSJ

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source

Greek Monolingual

το (AM ἔμβλημα)
εικόνα, παράσταση η οποία χρησιμεύει ως διακριτικό γνώρισμα («η γλαυξ έμβλημα της Αθηνάς και της παιδείας», «ο Άγιος Γεώργιος έφιππος έμβλημα του πεζικού» κ.λπ.)
νεοελλ.
1. ρητό ή φράση ως διακριτικό γνώρισμα στρατιωτικών μονάδων, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ομάδων, συλλόγων κ.λπ. («αἰὲν ἀριστεύειν», «ὁ τολμῶν νικᾲ» κ.λπ.)
2. σημαία, εθνόσημο, ορόσημα, σφραγίδα, θυρεός κ.λπ. ως σύμβολα κρατικής κυριαρχίας
3. διακριτικό γνώρισμα επιχείρησης
αρχ.
1. οτιδήποτε εμβάλλεται ή προσαρμόζεται σε κάτι άλλο («τὸ εἰς τὸν σίδηρον ἔμβλημα τοῦ ξύλου» — το κομμάτι ξύλου που προσαρμόζεται στη λόγχη)
2. ο οφθαλμός, το μπόλι ήμερου δέντρου σε άγριο
3. ψηφιδωτό, μωσαϊκό
4. πέλμα, πάτος που τοποθετούσαν μέσα στο υπόδημα κατά τον χειμώνα
5. φράγμα
6. μισθός, αμοιβή
7. πρόστιμο.