αἰχμαλωσία
τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
English (LSJ)
ἡ,
A captivity, D.S.20.61, LXX Am.1.15, al., Plu. Them.31.
II body of captives, D.S.17.70, LXX Nu.31.12,al.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 cautiverio Plb.5.102.5, IG 9(2).66.4 (Lamia II a.C.), σωθεὶς ἐκ Κιλικίας ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας SEG 42.747 (Rodas II a.C.), προκρίνας τὸν θάνατον τῆς ... αἰχμαλωσίας prefiriendo la muerte a la cautividad D.S.20.61, αἱ γυναῖκες ἐν αἰχμαλωσίᾳ πορεύσονται LXX Ez.30.17, cf. Am.1.15, 2Es.5.5, Plu.Them.31, IG 22.1236.6 (II d.C.), ἔλυσαν ἤδη τὴν αἰχμαλωσίαν Anon.Hist. en PRyl.491.6 (II d.C.).
2 botín de cautivos αἰχμαλωσίαν δουλαγωγοῦντες D.S.17.7, ἤγαγον τὴν αἰχμαλωσίαν LXX Nu.31.12, cf. 4Re.24.14, Ps.67.19 (= Ep.Eph.4.8).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
captivité de guerre, captivité en gén.
Étymologie: αἰχμάλωτος.
Russian (Dvoretsky)
αἰχμᾰλωσία: ἡ
1 пленение, плен Polyb., Diod., Plut.;
2 пленные Diod.
Greek (Liddell-Scott)
αἰχμᾰλωσία: ἡ, (ἅλωσις), ἡ διὰ τῆς αἰχμῆς ἅλωσις, ἡ ἐν πολέμῳ αἰχμαλωσία ἢ ἁπλῶς αἰχμαλωσία, Διοδ. 20. 61. ΙΙ. σῶμα ἐξ αἰχμαλώτων ἀποτελούμενον, πλῆθος, ὁ αὐτ. 17. 70, Ἑβδ., Κ. Δ.
English (Abbott-Smith)
† αἰχμαλωσία -ας, ἡ (< αἰχμάλωτος), [in LXX chiefly for שְׁבִי, גּוֹלָה;]
captivity (Diod., al.): Re 13:10; pl., abstr. for concr., = αἰχμάλωτοι, Eph 4:8 (LXX). †
English (Strong)
from αἰχμάλωτος; captivity: captivity.
English (Thayer)
(ας, ἡ (αἰχμάλωτος, which see), captivity: αἰχμάλωτοι (cf. ἀδελφότης above), Buttmann, 148 (129); Winer's Grammar, 225 (211)); also εἰ τίς αἰχμαλωσίαν συνάγει (according to the common but doubtless corrupt text), Polybius, Diodorus, Josephus, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
η (Α αἰχμαλωσία) αἰχμάλωτος
η σύλληψη κάποιου από τον εχθρό κατά τη διάρκεια μάχης ή πολέμου, αιχμαλωτισμός
νεοελλ.
η κατάσταση του αιχμαλώτου
αρχ.
το σύνολο τών αιχμαλώτων, οι αιχμάλωτοι.
Greek Monotonic
αἰχμᾰλωσία: ἡ (αἰχμάλωτος), άλωση, κατάκτηση μέσω λόγχης ή απλώς, αιχμαλωσία· σώμα, πλήθος αιχμαλώτων, σε Διόδ., Κ.Δ.
Middle Liddell
αἰχμάλωτος
captivity: a body of captives, Diod., NTest.
Chinese
原文音譯:a„cmalws⋯a 埃喊-阿羅西阿
詞類次數:名詞(3)
原文字根:槍矛-擄獲(的) 相當於: (שְׁבוּת / שְׁבִית)
字義溯源:囚禁,擄掠,俘虜;源自(αἰχμάλωτος)=戰爭俘虜);由(αἰχμάλωτος)X*=槍,矛)與(ἅλωσις)=擄獲)組成,其中 (ἅλωσις)出自(αἱρέομαι)*=取為己有,挑選)。在( 啓13:10)所說:擄掠人的必被擄掠。寫書的人並不是苦修派的逆來順受,乃是提醒信徒的忍耐和信心,就是被擄被殺,也要堅信不移。註: (αἰχμαλωσία) (αἰχμαλωτεύω) (αἰχμαλωτίζω) (αἰχμάλωτος)這四編號的字義相當,各版本譯文的編號有點混淆。參讀 (αἰχμαλωτίζω)同源字
出現次數:總共(3);弗(1);啓(2)
譯字彙編:
1) 擄掠(2) 啓13:10; 啓13:10;
2) 俘虜(1) 弗4:8