αἱματόεις

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμᾰτόεις Medium diacritics: αἱματόεις Low diacritics: αιματόεις Capitals: ΑΙΜΑΤΟΕΙΣ
Transliteration A: haimatóeis Transliteration B: haimatoeis Transliteration C: aimatoeis Beta Code: ai(mato/eis

English (LSJ)

αἱματόεσσα, αἱματόεν, contr. αἱματοῦς, αἱματοῦσσα (S.OT1279 cj.), αἱματοῦν,
A = αἱματηρός, Il.5.82.
2 blood-red, or of blood, ψιάδες, σμῶδιξ, 16. 459, 2.267.
3 suffused with blood, flushed, ῥέθος S.Ant.528; of the petals of a rose, AP6.154 (Leon.).
4 bloody, murderous, πόλεμος, etc., Il.9.650, etc.; ἔρις A.Ag.698 (lyr.); βλαχαί Id.Th. 348 (lyr.).

Spanish (DGE)

(αἱμᾰτόεις) αἱματόεσσα, αἱματόεν
I 1ensangrentado, manchado de sangre χείρ Il.5.82, τεύχεα Il.22.369, αἰδοῖα Tyrt.6.25
fig. αἱματόεν δ' ἕλκος ἀναστένομεν lloramos una herida sangrienta (la muerte de unos amigos), Archil.7.8, βλαχαὶ δ' αἱματόεσσαι τῶν ἐπιμαστιδίων vagidos ensangrentados de los infantes A.Th.348.
2 de sangre ψιάδας Il.16.459, Hes.Sc.384, σμῶδιξ Il.2.267, ῥαθάμιγγες Hes.Th.183, λοιβή libación de sangre Nonn.D.17.160
como sangre ἰχὼρ Προμηθῆος el icor de Prometeo como sangre A.R.3.853
rojo sangre, encarnado αἱ. ῥέθος rostro enrojecido S.Ant.528, σῦριγξ αἱ. vena rojiza como sangre A.R.4.1647, de una rosa AP 6.154 (Leon.).
II sangriento, feroz, encarnizado πόλεμος Il.9.650, Mimn.13.7, φόνος Tyrt.8.11, Δῆρις Emp.B 122, ἔρις A.A.699, ὅμιλος Theoc.22.7, ἀγών Nonn.D.40.219.

French (Bailly abrégé)

αἱματόεσσα, αἱματόεν;
I. sanglant;
1 arrosé, couvert de sang;
2 marqué par l'effusion du sang (meurtre);
3 rouge comme du sang;
II. de sang, sanguin.
Étymologie: αἷμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱματόεις αἱματόεσσα, αἱματόεν, contr. αἱματοῦς, αἱματοῦσσα αἱματοῦν αἷμα vol bloed, bloedig, bloederig, bloed-:; αἱματόεσσα... χείρ πεδίῳ πέσε onder het bloed viel de arm op de grond Il. 5.82; σμῶδιξ... αἱματόεσσα een bloedige striem Il. 2.267; αἱματοέσσας... ψιάδας (een regen van) bloeddruppels Il. 16.459; πόλεμος αἱματόεις de bloedige oorlog Il. 9.650; overdr.: αἱμοτόεν ῥέθος haar bloedrode (d.w.z. blozende) gezicht Soph. Ant. 528.

German (Pape)

εσσα, εν, blutig, öfter Hom., χείρ Il. 5.82, βρότος 7.425, σμῶδιξ 2.267, πόλεμος 9.650, ἤματα 9.326. Ebenso Trag., Soph. Ant. 524 ῥέθος, rot, wie Leon.T. 30 (VI.154) φύλλα ῥόδων.

Russian (Dvoretsky)

αἱμᾰτόεις: αἱματόεσσα, αἱματόεν, стяж. αἱματοῦς, αἱματοῦσσα αἱματοῦν
1 кровавый (ψιάδες Hom.; χάλαζα Soph.);
2 окровавленный (χείρ Hom.);
3 кровопролитный (πόλεμος Hom.; ἤματα Hom., Plut.; ἔρις Aesch.);
4 кроваво-красный (σμῶδιξ Hom.; ῥέθος Soph.; φύλλα ῥόδων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

αἱμᾰτόεις: αἱματόεσσα, αἱματόεν, συνῃρ. αἱματοῦς, αἱματοῦσσα αἱματοῦν, (ἐκ διορθ. τοῦ Πόρσ. ἐν Ο. Τ. 1279, χάλαζά θ’ αἱματοῦσσ’ ἀντὶ χαλάζης αἵματος·), -οῦν, = αἱματηρός, Ἰλ. Ε. 82. 2) αἱματόχρους ἢ ἐξ αἵματος· ψιάδες, σμῶδιξ, Π. 459, Β. 267· αἱματόεν ῥέθος αἰσχύνει, ἐπισκιάζει τὸ ἐρυθριῶν πρόσωπον, Σοφ. Ἀντ. 529· [οὕτω τὸν ὑπὸ βλεφάροις φοίνικ’, ἐρύθημα προσώπου, ἐν Εὐρ. Φοιν. 1488). 3) αἱματηρός, φόνιος, πόλεμος, κτλ., Ἰλ. Ι. 650· ἔρις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 699· βλαχαί, ὁ αὐτ. Θ. 348.

English (Autenrieth)

εσσα, εν: bloody, bleeding; met. ἤματα, πόλεμος.

Greek Monotonic

αἱμᾰτόεις: αἱματόεσσα, αἱματόεν, συνηρ. αἱματοῦς, αἱματοῦσσα αἱματοῦν 1. = αἱματηρός, σε Ομήρ. Ιλ.
2. αυτός που έχει το κόκκινο χρώμα του αίματος ή αυτός που αποτελείται από αίμα, στο ίδ.
3. αιματηρός, φονικός, δολοφονικός, στο ίδ.

Middle Liddell

1. contr. αἱματοῦς, αἱματοῦσσα αἱματοῦν, = αἱματηρός Il.
2. blood-red or of blood, Il.
3. bloody, murderous, Il.

Translations

bloody

Ainu: ケムㇱ; Armenian: արյունոտ; Aromanian: sãndzinos; Basque: odoltsu; Belarusian: крывавы, акрываўленны, скрываўлены; Bengali: রক্তাক্ত; Breton: gwadek; Bulgarian: кървав, кървящ, окървавен; Catalan: sagnant; Cebuano: dugoon; Chinese Mandarin: 血污的; Cornish: gosek; Czech: krvavý, zakrvácený, zkrvavený; Danish: blodig; Dutch: bloederig, bebloed; Esperanto: sanga; Faroese: blóðutur, blóðigur, blóðugur; Finnish: verinen; French: sanglant, ensanglanté; Friulian: sanganôs; Galician: sanguento; Georgian: სისხლიანი, გასისხლიანებული; German: blutig; Greek: ματωμένος; Ancient Greek: αἱμαλέος, αἱματηρός, αἱματόεις, αἱματώδης, αἱμηρός, αἱμώδης, αἵμων, καθαιμακτός, κάθαιμος, πολυαίμων; Hebrew: מגואל בדם, עקוב מדם; Hittite: 𒅖𒄩𒉡𒉿𒀭𒍝; Hungarian: véres; Icelandic: blóðugur; Ingrian: verekäs; Irish: fuilteach, flann, fordhearg, fuilí; Old Irish: fuilech; Italian: sanguinante, cruento, insanguinato; Japanese: 血塗れ, 血まみれの; Kapampangan: maraya, madaya; Khmer: ប្រឡាក់ឈាម; Korean: 피투성이의, 핏자국이 있는; Kyrgyz: канга боёлгон, кандуу; Latin: sanguineus, sanguinans, cruentus; Latvian: asiņains; Luxembourgish: bluddeg; Macedonian: кр́вав, кр́вјосан, скр́вавен; Malay: berdarah; Maori: hūtoto; Marathi: रक्तरंजित; Occitan: sagnós; Plautdietsch: bloodrich; Polish: krwawy, zakrwawiony; Portuguese: ensanguentado; Romanian: sângeros; Russian: окровавленный, кровавый; Sardinian: sambenosu; Scots: bluidy; Serbo-Croatian Cyrillic: кр̏вав; Roman: kȑvav; Slovak: krvavý, zakrvavený; Slovene: krvav; Sorbian Lower Sorbian: kšawny, kšawowaty; Southern Altai: канду; Spanish: sangriento, ensangrentado, sanguinolento, cruento, sangrante; Swedish: blodig; Tagalog: madugo; Turkish: kanlı; Ukrainian: закривавлений, кривавий; Vietnamese: máu me; Welsh: gwaedlyd; Yiddish: בלוטיק