γεια
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
Greek Monolingual
η
1. η υγεία
2. (σε χρήση κυρίως για χαιρετισμό ή αποχαιρετισμό) γεια, «έχε γεια» ή «έχετε γεια»
3. «αφήνω γεια» — αποχαιρετώ και πεθαίνω
4. «με γεια» — ευχή γι' αυτόν που φορά καινούργια ρούχα ή άλλο είδος αμφίεσης
5. «γεια στα χέρια σου» — ως έπαινος ή ευχή γι' αυτόν που εξετέλεσε κάποιο έργο με επιτυχία
6. ειρων. «με γεια τα μάτια» — γι' αυτούς που δεν αντιλαμβάνονται κάτι με το βλέμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υγειά < αρχ. υγίεια και υγιεία, με αποκοπή (σίγηση) του αρκτικού φωνήεντος (πρβλ. υψηλός > ψηλός, ωσάν > σαν, ολίγος > λίγος κ.λπ.)].