γεννάδας

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεννάδας Medium diacritics: γεννάδας Low diacritics: γεννάδας Capitals: ΓΕΝΝΑΔΑΣ
Transliteration A: gennádas Transliteration B: gennadas Transliteration C: gennadas Beta Code: genna/das

English (LSJ)

[νᾰ], ου, ὁ, (Dor. word) noble, generous, χρηστὸς καὶ γ. Ar.Ra. 179; γ. καὶ πρᾷος Pl.Phdr.243c, cf. Arist.EN1100b32; highly bred, ἐπὶ τῶν γενναδῶν ἵππων Polem.Phgn.78; notable, c. inf., Luc.Hist.Conscr. 33.

Spanish (DGE)

-ου
• Alolema(s): -ης RECAM 2.109 (imper.)
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 noble, gallardo χρηστὸς εἶ καὶ γ. Ar.Ra.179, γ. καὶ πρᾷος τὸ ἦθος Pl.Phdr.243c, σύμβιος RECAM l.c., Σαμψὼν γοῦν τὸν γεννάδαν Clem.Al.Paed.3.11.68, cf. Luc.Cal.20, Them.Or.2.25a, Iul.Or.3.97d, Hsch.
irón. y despect. presuntuoso ὁ γ. οὗτος Hld.7.28.3, ὁ γ. de un hereje, Origenes Cels.4.81, Gr.Nyss.Apoll.167.1, 173.25
de caballos pura sangre ἐπὶ τῶν γεννάδων ἵππων Polem.Phgn.78.
2 c. inf. valioso, bueno para οὐκ ἀνατρέψαι μόνον ... γ. ὤν Luc.Hist.Cons.33.

German (Pape)

[Seite 482] ὁ (nom. u. voc., acc. Luc. conscr. hist. 9), edel von Geburt, Ar. Ran. 179; γ. τὸ ἦθος, edel von Charakter, Plat. Phaedr. 243 c; Arist. Eth. 1, 10, 12; vgl. Luc. Calumn. 20 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

adj. m.
de noble race ; de sentiments nobles, généreux.
Étymologie: γέννα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεννάδας -ου, ὁ γέννα Dor. woord
1. heer:. ὦ γεννάδα beste heer Aristoph. Ach. 1230.
2. adj. nobel; vooraanstaand:. χρηστὸς καὶ γεννάδας goed en nobel Aristoph. Ran. 179.

Russian (Dvoretsky)

γεννάδᾱς: ου (ᾰδ) adj. m благородный Plat., Arst., Luc.

Greek Monolingual

γεννάδας, ο (Α)
ευγενής, γενναίος, ανώτερος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γέννα
παρά τη φαινομενική ομοιότητα της προς δωρικό τ., πρόκειται για λ. της αττικής διαλέκτου, με ειρωνική και σκωπτική χρήση].

Greek Monotonic

γεννάδας: [ᾰ], -ου, ὁ, ευγενής, αριστοκράτης, Λατ. generosus, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

γεννάδας: [ᾰ], -ου, ὁ, πληθ. γεννάδαι, εὐγενής, γενναῖος, μεγαλόφρων, Λατ. generosus, Ἀριστοφ. Βατρ. 179, Πλάτ. Φαίδρ. 243C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 10, 12.

Middle Liddell

[from γέννα
noble, Lat. generosus, Ar., Plat.

Translations

conceited

Arabic: مَغْرُور; Bengali: আত্মাভিমানী; Bulgarian: суетен, надут; Catalan: presumptuós; Chinese Mandarin: 自大, 狂妄, 囂張, 嚣张; Danish: indbildsk; Dutch: verwaand; Esperanto: vanta; Finnish: turhamainen, itsekäs; French: vain, vaniteux, orgueilleux, suffisant, prétentieux; German: eingebildet, prätentiös, eitel, selbsteingenommen, blasiert; Greek: ματαιόδοξος; Ancient Greek: αὐτάγητος, γαῦρος, δυσαυχής, ἔνδοξος, κεναυχής, κενεαυχής, κενόδοξος, ματαιόκομπος, μεγαλόφρων, οἰηματίας, πέρπερος, ὑπερήφανος, ὑπεροπεύς, ὑπερόπτης, ὑπεροπτικός, ὑπερόπτις, χαῦνος; Hungarian: beképzelt, önhitt, öntelt, önelégült, elbizakodott; Irish: stráiciúil, leitheadach, postúil, mórchúiseach, mustrach, mórálach, anbharúlach, postúil; Latvian: iedomīgs, uzpūtīgs; Maori: whakapehapeha; Norman: ordgilleux; Norwegian Bokmål: innbilsk; Occitan: bufaire, espompit, morrelevat, vanitós, orgulhós; Portuguese: convencido; Romanian: înfumurat; Russian: самодовольный, тщеславный; Scottish Gaelic: mòr às fhèin; Spanish: presuntuoso; Tagalog: alangas; Ukrainian: марнославний