επιδίδω

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436

Greek Monolingual

(AM ἐπιδίδωμι, Μ και ἐπιδίδω)
1. ασχολούμαι, καταγίνομαι («επιδόθηκε σε νέες μεθόδους», «ἐπιδίδωμι ἐμαυτὸν εἰς τρυφήν»)
2. εγχειρίζω, δίνω στο χέρι κάποιου (συνήθως εμπιστευτικό ή επίσημο έγγραφο) («δικαστικός κλητήρας να επιδώσει τις κλήσεις», «ἐπεδίδου ἐπιστολήν»)
αρχ.-μσν.
1. πληρώνω
2. (για νερό) ρέω, τρέχω
αρχ.
1. δίνω επιπλέον («ἐπιδοῦναι αὐτοῖσι τῶν ἀσκῶν ἕνα»)
2. δίνω, χορηγώ κατόπιν
3. χορηγώ ως προίκα
4. συνεισφέρω εθελοντικά για τις ανάγκες της πόλης («τριήρη ἐπέδωκεν», Δημοσθ.)
5. δωροδοκώ
6. δωρίζω, χαρίζω («τὰς ναῦς τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐν τῷ παρόντι ἐπιδοῦν αι», Θουκ.)
7. απονέμω, μοιράζω
8. χορηγώ το δικαίωμα ψήφου
9. υπαγορεύω («γράφειν μὲν οὖν οὐ συμβουλεύω σοι αὐτῷ... ἐπιδιδόναι δὲ μᾶλλον»)
10. αυξάνομαι, ενισχύομαι («ἐπεδίδου ἡ πόλις αὐτοῖς ἐπὶ τὸ μεῖζον», Θουκ.)
11. υποχωρώ
12. δίνω αμοιβαία.