θυρωρός
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
Cypr. tu-ra-wo-? perh. θυραϝωρός dub. in Inscr.Cypr. 215H., Ep. θυραωρός (q.v.), ὁ, ἡ:—doorkeeper, porter, Sapph.98, Hdt.1.120, A.Ch.565, Pl.Phlb.62c, Ev.Marc.13.34, BGU1061.10 (i A.D.), Luc.Vit.Auct.7, etc.:—also θυρουρός PCair.Zen.292.76 (iii B.C.), PRyl.136.6 (i A.D.), IG3.1137 (ii A.D.), PFlor.71.380 (iv A.D.). (From θυρα-hoρϝος, cf. οὖρος, ἐρύω (B): connected with ὠρέω by Corn. ND1.)
German (Pape)
[Seite 1228] ὁ, Thürhüter; Aesch. Ch. 558; Her. 1, 120; Plat. Phil. 62 c; Sp., wie Ant. Th. 2 (V, 30). – Auch ἡ, N.T.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ ou ἡ)
portier, portière.
Étymologie: θύρα, ὤρα.
Russian (Dvoretsky)
θῠρωρός: эп. θῠραωρός ὁ и ἡ привратник, привратница Hom., Her., Aesch., Plat., Arst., NT.
Greek (Liddell-Scott)
θῠρωρός: ὁ, ἡ, (ὤρα ἢ οὖρος) φύλαξ τῆς θύρας, Λατ. janitor, Σαπφὼ 99, Ἡρόδ. 1. 120, Αἰσχύλ. Χο. 565, Πλάτ., κλ.· πρβλ. πυλωρός.
English (Strong)
from θύρα and ouros (a watcher); a gate-warden: that kept the door, porter.
English (Thayer)
θυρωρου, ὁ, ἡ (from θύρα, and ὥρα care; cf. ἀκρυωρος, πυλωρός, τιμωρός; cf. Curtius, § 501, cf. p. 101; (Vanicek, p. 900; Allen in American Journ. of Philol. i., p. 129)), a doorkeeper, porter; male or female janitor: masculine, Sappho), Aeschylus, Herodotus, Xenophon, Plato, Aristotle, Josephus, others; the Sept..)
Greek Monolingual
ο (ΑΜ θυραωρός και θυρουρός)
ο φύλακας της θύρας, της εισόδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυρ(α)-ωρός < θύρα + -ωρος, τ. στον οποίο εμφανίζεται το ρ. ορώ ως β' συνθετικό (< -Fορός, με σίγηση του -F- και με ω- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει), πρβλ. θεωρός, πυλωρός].
Greek Monotonic
θῠρωρός: Επικ. θυραωρός, ὁ, ἡ (ὤρα ή οὖρος), φύλακας της πόρτας, θυρωρός, πορτιέρης, Λατ. janitor, σε Ηρόδ., Αττ.
Frisk Etymological English
Meaning: door-waiter
See also: s. θύρα and ὁράω.
Middle Liddell
θῠρ-ωρός, ὁ, [ὤρα or οὖρος
a door-keeper, porter, Lat. janitor, Hdt., Attic
Frisk Etymology German
θυρωρός: {thurōrós}
Meaning: Türhüter
See also: s. θύρα und ὁράω.
Page 1,697
Chinese
原文音譯:qurwrÒj 替而-哦羅士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:門-看見(者)
字義溯源:看門的;由(θύρα)*=門)與(Οὐρίας)X*=看管)組成
出現次數:總共(4);可(1);約(3)
譯字彙編:
1) 看門的(3) 可13:34; 約10:3; 約18:16;
2) 看門(1) 約18:17
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=φύλακας τῆς πόρτας). Σύνθετο ἀπό τό θύρα + ὤρα (=φροντίδα) ἤ οὖρος (=φρουρός). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη θύρα.
Translations
doorkeeper
Arabic: بَوَّاب, بَوَّابَة; Armenian: դռնապան, շվեյցար, բարապան; Aromanian: purtar, purtaru; Bulgarian: вратар, портиер; Chinese Mandarin: 把門人/把门人, 把门人; Coptic: ⲙⲛⲟⲩⲧ, ⲫⲁⲡⲣⲟ; Czech: portýr, dveřník; Danish: portner; Finnish: vahtimestari, ovenvartija; French: portier, portière, concierge; German: Portier, Portierin, Portierfrau, Portiersfrau, Concierge, Pförtner, Pförtnerin, Türsteher, Türsteherin, Türwächter, Türwächterin, Thürwächter, Thürwächterin, Zerberus; Gothic: 𐌳𐌰𐌿𐍂𐌰𐍅𐌰𐍂𐌳𐍃, 𐌳𐌰𐌿𐍂𐌰𐍅𐌰𐍂𐌳𐌰; Ancient Greek: αὐλαῖος, θυραωρός, θυρευτής, θυροιγός, θυρουρός, θυροφύλαξ, θυρωρός, προσθυραῖος, προσθυρεύς, πυλαῖτις, πυλωρός; Hungarian: portás; Ido: pordisto; Intalian: portiere, portiera; Japanese: 玄関番, 守衛, 門番; Latin: portarius; Macedonian: вратар, портир; Norwegian Bokmål: portner, portvakt; Nynorsk: portnar, portvakt; Polish: portier, portierka, odźwierny, odźwierna, dozorca, dozorczyni, stróż, stróżka; Portuguese: porteiro, porteira; Romanian: portar, portăreasă; Russian: швейцар, портье, привратник, консьерж, консьержка; Spanish: portero, portera; Swahili: bawabu; Swedish: portvakt, dörrvakt; Telugu: ద్వారపాలకుడు; Tocharian B: wamer, plaktukäñña
porter
Bulgarian: портиер; Catalan: porter; Danish: dørmand; Dutch: portier; Hungarian: portás; Norwegian Bokmål: portner; Persian: دربان, نگهبان; Portuguese: porteiro; Russian: портье; Spanish: portero; Swedish: portvakt, dörrvakt; Tagalog: galaw; Ukrainian: швейцар, портьє