καταπέσσω

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπέσσω Medium diacritics: καταπέσσω Low diacritics: καταπέσσω Capitals: ΚΑΤΑΠΕΣΣΩ
Transliteration A: katapéssō Transliteration B: katapessō Transliteration C: katapesso Beta Code: katape/ssw

English (LSJ)

Att. καταπέττω Thphr. CP 2.11.10, later καταπερίπτω (q.v.),
A digest food, Diocl.Fr.141:—esp. in Pass., Arist.GA756b11; ἕως ἂν καταπεφθῇ (ἡ τροφή) Id.Somn.Vig.457b19, cf. Hippiatr.46.
2 metaph., digest, keep from rising, Χόλον Il.1.81; καταπέψαι μέγαν ὄλβον, i.e. bear great fortune meekly, Pi.O.1.55.

German (Pape)

[Seite 1369] att. -πέττω (s. πέσσω), zerkochen, verdauen, im eigtl. Sinne von der Nahrung, Sp.; Hom. übertr., εἴπερ γάρ τε χόλον καὶ αὐτῆμαρ καταπέψῃ Il. 1, 81, wenn er auch seinen Zorn in sich zurückhält, verbeißt; μέγαν ὄλβον καταπέψαι, verwalten, Pind. Ol. 1, 55. – Hesych. Erkl. καταπραϋναι bezieht sich auf die hom. Stelle.

French (Bailly abrégé)

f. καταπέψω;
faire cuire ; digérer ; fig. digérer, càd contenir en soi : χόλον IL sa colère.
Étymologie: κατά, πέσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπέσσω Ion. voor καταπέττω.

Russian (Dvoretsky)

καταπέσσω: атт. καταπέττω и *καταπέπτω (fut. καταπέψω)
1 переваривать (ἕως ἂν καταπεφθῇτροφή Arst.; καταπέττεσθαι ῥᾳδίως Plut.);
2 подавлять в себе, сдерживать, скрывать (χόλον Hom.);
3 носить в себе, т. е. не проявлять (μέγαν ὄλβον Pind.).

English (Autenrieth)

aor. subj. καταπέψῃ: digest, fig., χόλον (as we sayswallowone's anger), Il. 1.81†.

English (Slater)

καταπέσσω digest met. ἀλλὰ γὰρ καταπέψαι μέγαν ὄλβον οὐκ ἐδυνάσθη (O. 1.55)

Greek Monolingual

καταπέσσω και αττ. τ. καταπέττω (Α)
(επιτ. τ. του πέσσω ή πέττω)
1. χωνεύω εντελώς
2. μτφ. κρατώ κάτι μέσα μου, καταπίνω, δεν αφήνω να εκδηλωθεί
3. καταπραύνω (α. «εἴπερ χόλον γε καὶ αὐτῆμαρ καταπέψῃ» — κι αν βέβαια την ίδια μέρα καταπραΰνει, μαλάξει την οργή του, Ομ. Ιλ.-β. «καταπέψαι μέγαν ὄλβον» — να φέρει, να δεχθεί χωρίς περηφάνεια τη μεγάλη ευτυχία, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πέσσω «χωνεύω»].

Greek Monotonic

καταπέσσω: μέλ. —πέψω, βράζω εντελώς, χωνεύω την τροφή, σε Αριστ.· μεταφ., χωνεύω, δεν αφήνω να εξεγερθεί, Λατ. concoquere, κ. χόλον, σε Ομήρ. Ιλ.· κ. μέγαν ὄλβον, δηλ. βιώνω μεγάλη ευτυχία με πραότητα, χωρίς περηφάνεια, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

καταπέσσω: Ἀττ. -ττω, (Σουΐδ.)· μέλλ. -πέψω, (πρβλ. καταπέπτω)·- βράζω ἐντελῶς, χωνεύω, τροφὴν Ἱππιατρ. 150. 17. ΙΙ. ἐν τῷ Παθ. χωνεύομαι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 5, 16· ἕως ἂν καταπεφθῇ ἡ τροφὴ ὁ αὐτ. π. Ἐνυπνίων 3, 22. 2) μεταφορ., χωνεύω, δὲν ἀφίνω νὰ ἐξεγερθῇ, καταπραΰνω, Λατ. concoquere, κατ. χόλον Ἰλ. Α. 81· «καταπέψαι· καταπραῦναι ἢ ἐν ἑαυτῷ κατασχεῖν· μεταφρ., ἀπὸ τῶν πεσσομένων σίτων» Ἡσύχ.· καταπέττειν καὶ ἰατρεύειν τὸ πάθος Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 402· κ. μέγαν ὄλβον, δηλ. φέρω εὐτυχίαν μετὰ πρᾳότητος ἢ ἄνευ ὑπερηφανίας, Πινδ. Ο. 1, 87· «καταπέψαι· κατασχεῖν» Σχολ.·- «καταπεπεμμένοι· κατωπτημένοι» Ἡσύχ.· «καταπέττει· καταράττει, καταβάλλει» Σουΐδ.

Middle Liddell

fut. -πέψω
to boil down, to digest food, Arist.:—metaph. to digest, keep from rising, Lat. concoquere, κ. χόλον Il.; κ. μέγαν ὄλβον, i. e. to bear great fortune meekly, Pind.