μεταχωρέω

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταχωρέω Medium diacritics: μεταχωρέω Low diacritics: μεταχωρέω Capitals: ΜΕΤΑΧΩΡΕΩ
Transliteration A: metachōréō Transliteration B: metachōreō Transliteration C: metachoreo Beta Code: metaxwre/w

English (LSJ)

go to another place, remove, τόπων μετά ποι χωρεῖτ' ἐκ τῶνδε A.Pr.1060 (anap.); μ. εἰς [χώραν] X.HG3.4.26; τὸ ᾠὸν μ. κάτω Arist. GA754b29; of the foetus in the womb, change its place, Hp. Septim.4; of birds of passage, migrate, ἐς τὴν Λιβύην Ar.Av.710; of men, emigrate, Th.2.72; withdraw from a conference, ἐκ τῶν λόγων Id.5.112; go over to another party, Plu.Demetr.29; μ. εἰς τἀναντία, of syllables, D.H.Comp.11; change, εἰς φύσιν τινός Ael.NA9.43.

German (Pape)

[Seite 157] weg- u. wo anders hingehen; τόπων μετά που χωρεῖτ' ἐκ τῶνδε θοῶς, Aesch. Prom. 1062; ἐς τὴν Λιβύην, Ar. Av. 710; Thuc. 5, 112 u. Folgde; übergehen zu einer andern Partei, Plut. Demetr. 29 u. Sp.; auch μ. εἰς ὀστράκου φύσιν, Ael. N. A. 9, 43.

French (Bailly abrégé)

μεταχωρῶ :
1 changer de lieu, se transporter, s'en aller;
2 se transformer.
Étymologie: μετά, χωρέω.

Russian (Dvoretsky)

μεταχωρέω: перемещаться, переселяться, переходить (ἐς τὴν Λιβύην Arph.): τόπων μετά ποι χωρεῖτ᾽ ἐκ τῶνδε Aesch. уходите из этих мест; μ. κάτω Arst. переходить вниз, опускаться; ἑκουσίως μ. πρός τινα Plut. добровольно сдаться кому-л.

Greek (Liddell-Scott)

μεταχωρέω: ἀπέρχομαι εἰς ἄλλον τόπον, μεταβάλλω τόπον, μετοικῶ, ἀπέρχομαι, ἀποσύρομαι, τόπων μετά που χωρεῖτ’ ἐκ τῶνδε Αἰσχύλ. Πρ. 1060· μ. εἰς τόπον Ξεν. Ἀν. 3. 4, 26· τὸ ᾠὸν μ. κάτω Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 3, 9· ἐπὶ τῶν ἀποδημητικῶν πτηνῶν, ἀπέρχομαι, ἐς τὴν Λιβύην Ἀριστοφ. Ὄρν. 710· ἐπὶ ἀνθρώπων, μετοικῶ, μεταναστεύω, Θουκ. 2. 72· ὡσαύτως, ἀποσύρομαι ἐκ συνεδρίας, ἀπέρχομαι, ἀπομακρύνομαι, ὁ αὐτ. 5. 112· μεταβαίνω εἰς ἑτέραν πολιτικὴν μερίδα, Πλουτ. Δημήτρ. 29· μ. εἰς τἀναντία Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11· μεταβάλλομαι, εἰς φύσιν τινὸς Αἰλ. π. Ζ. 9. 43.

Greek Monotonic

μεταχωρέω: μέλ. -ήσω, πηγαίνω σε άλλο τόπο, αποσύρομαι, αποδημώ, μεταναστεύω, σε Αισχύλ., Θουκ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to go to another place, to withdraw, migrate, emigrate, Aesch., Thuc.

Lexicon Thucydideum

in alium locum se conferre, discedere, to betake oneself to another place, depart, 2.72.3, 5.112.1.