μιμοῦμαι
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
Greek Monolingual
(ΑΜ μιμοῦμαι, μιμέομαι) μίμος
1. κάνω ή προσπαθώ να κάνω κάτι που κάνει κάποιος άλλος, παριστάνω, απομιμούμαι (α. «ο παπαγάλος μιμείται τη φωνή τοὺ ανθρώπου» β. «γλώσσης ἀϋτὴν Φωκίδος μιμουμένῳ», Αισχύλ.)
2. (για ηθοποιό) υποδύομαι
νεοελλ.-μσν.
παίρνω κάποιον ως πρότυπο, ως υπόδειγμα
μσν.
1. ομοιάζω
2. παρομοιάζω
3. φρ. «μιμοῦμαι τὴν χεῖρα τινος» — πλαστογραφώ
αρχ.
1. (για ζωγράφο, μουσικό ή ποιητή) αποδίδω πιστά («ἀκροώμενοι Ὁμήρου ἢ ἄλλου τινὸς τῶν τραγῳδιοποιῶν μιμουμένου τινὰ τῶν ἡρώων», Πλάτ.)
2. (με παθ. σημ.) γίνομαι από κάποιον εντελώς όμοιος με κάτι («μεμιμημένον ἐς τὰ μάλιστα καὶ γραφῇ καὶ ἔργω», Ηρόδ.).
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό μῖμος πού παράγεται ἀπό ρίζα ιμ = σιμ (Λατιν. imitor, similis, =ὅμοιος).
Παράγωγα: μίμημα, μίμησις, μιμητέος, μιμητέον, μιμητής, μιμητικός, μιμητός, μιμικός, ἀμίμητος, εὐμίμητος, μιμηλός (=μιμητικός).
Translations
imitate
Arabic Egyptian Arabic: قلد; Armenian: ընդօրինակել; Asturian: imitar; Belarusian: пераймаць, імітаваць; Bulgarian: подражавам, имитирам or; Catalan: imitar; Chinese Mandarin: 模擬/模拟; Czech: napodobit; Dutch: nabootsen, imiteren; Estonian: matkima; Finnish: matkia; French: imiter; Galician: imitar, arremedar; German: imitieren; Greek: μιμούμαι; Ancient Greek: ἀναμιμέομαι, ἀναμιμοῦμαι, ἀποτυπόω, ἀποτυπῶ, ἐγχαράσσω, ἐκμάσσω, ἐκμάττω, ἐκμιμέομαι, ἐκμιμοῦμαι, ἐπέρχομαι, ζηλοτυπέω, ζηλοτυπῶ, κατακολουθέω, κατακολουθῶ, μιμέομαι, μιμηλάζω, μιμοῦμαι, παραγράφω, παραμιμέομαι, παραμιμοῦμαι, παραξέω, παραξῶ, ὑποκορίζομαι, ὑποκουρίζομαι, ὑποκρινέομαι, ὑποκρίνομαι; Hungarian: utánoz, imitál; Italian: imitare; Japanese: 倣う, 真似る, 模倣する; Khmer: ត្រាប់, ធ្វើត្រាប់តាម; Korean: 흉내내다, 본뜨다; Latin: imitor; Malay: tiru; Maore Comorian: utiba; Maori: whakatau; Old English: onhyrian; Polish: naśladować, udawać, imitować; Portuguese: imitar; Russian: подражать, имитировать; Slovene: oponašati, posnemati, imitirati; Spanish: imitar; Swahili: iga; Swedish: imitera, imitera, härma; Telugu: అనుకరించు; Thai: เลียน, เลียนแบบ; Turkish: taklit etmek, öykünmek, örnek almak,(to follow as a model); Ukrainian: удавати, наслі́дувати, імітувати; Venetian: recavar; Vietnamese: nhái, bắt chước, theo đòi