μονομάχος

From LSJ

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονομᾰ́χος Medium diacritics: μονομάχος Low diacritics: μονομάχος Capitals: ΜΟΝΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: monomáchos Transliteration B: monomachos Transliteration C: monomachos Beta Code: monoma/xos

English (LSJ)

ον, (< μάχομαι) fighting in single combat, μ. προστάται A. Th. 798; μονομάχον ἐπὶ φρέν' ἠλθέτην E. Ph. 1300 (lyr.); μονομάχου δι' ἀσπίδος, i.e. in single combat, Id. Heracl. 819; μονομάχῳ δορί Id. Ph. 1325; μονομάχου πάλης ἀγῶνα Ar. Fr. 558. μονομάχος, ὁ, gladiator, freq. in plural, Str. 5.1.7, Nic.Dam. 78 J., J. AJ 14.10.6, IG 7.106.7 (Megara), OGI 533.5 (Galatia, i AD), Arr. Epict. 3.16.4, Luc. Demon. 57, Hdn. 1.15.8, etc.

German (Pape)

[Seite 204] einzeln kämpfend, allein, einen Zweikampf bestehend; Aesch. Spt. 780; δόρυ, ἀσπίς, Eur. Phoen. 1335 Heracl. 819; auch gladiator, Luc. Demon. 57; Hdn.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui combat seul à seul, en combat singulier;
2μονομάχος gladiateur à Rome.
Étymologie: μόνος, μάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

μονομάχος: (ᾰ) сражающийся один на один, участвующий в единоборстве (προστάται Aesch.): μονομάχον ἐπὶ φρέν᾽ ἐλθεῖν Eur. придумать единоборство; μονομάχῳ δορί или μονομάχου δι᾽ ἀσπίδος Eur. в единоборстве.
II ὁ единоборец, (у римлян) борец, гладиатор (лат. gladiator) Luc.

Greek (Liddell-Scott)

μονομάχος: [ᾰ], -ον, (μάχομαι) ὁ μόνος πρὸς μόνον μαχόμενος, μ. προστάται Αἰσχύλ. Θήβ. 798· μονομάχον ἐπὶ φρεν’ ἠλθέτην Εὐρ. Φοίν. 1300· μονομάχου δι’ ἀσπίδος, δηλ. ἐν μονομαχίᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 819· μονομάχῳ δορὶ ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1325· μονομάχου πάλης ἀγῶνα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 471. ΙΙ. μονομάχος, ὁ ἔχων ὡς ἐπάγγελμα τὸ μονομαχεῖν, θέα μονομάχων Λουκ. Δημώνακτ. βίος, 57, Συλλ. Ἐπιγρ. 1058, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ μονομάχος, -ον Α ιων. τ. μουνομάχος)
νεοελλ.-μσν.
το αρσ. ως ουσ. άτομο που μονομαχεί εναντίον άλλου
αρχ.
1. αυτός που μάχεται μόνος εναντίον άλλου επίσης μόνου (α. «μονομάχοι προστάται», Αισχύλ.
β. «μονομάχον ἐπὶ φρένα ἠλθέτην», Ευρ.
γ. «μονομάχῳ δορί», Ευρ.)
2. το αρσ. ως ουσ. (στην αρχαία Ρώμη) αιχμάλωτος ή δούλος που μονομαχούσε στο θέατρο με ανθρώπους ή άγρια θηρία προς τέρψη τών θεατών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -μάχος (< μάχομαι)].

Greek Monotonic

μονομάχος: [ᾰ], -ον (μάχομαι),·
I. αυτός που μάχεται μόνος εναντίου μόνου, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. μονομάχος, , επαγγελματίας μονομάχος, σε Λουκ.

Middle Liddell

μονο-μᾰ́χος, ον μάχομαι
I. fighting in single combat, Aesch., Eur.
II. μονομάχος, a gladiator, Luc.

Mantoulidis Etymological

Σύνθετο ἀπό τό μόνος + μάχομαι.
Παράγωγα: μονομαχῶ, μονομάχημα, μονομαχία, μονομαχικός καί γιά ἄλλα παράγωγα δές στό ρῆμα μάχομαι καί στή λέξη μόνος.

Translations

Albanian: gladiator; Arabic: مُجَالِد‎, مُصَارِع‎; Armenian: գլադիատոր; Belarusian: гладыятар; Bulgarian: гладиатор; Burmese: ဂလေဒီယေတာ; Catalan: gladiador; Chinese Mandarin: 角鬥士, 角斗士, 劍鬥士, 剑斗士; Czech: gladiátor; Danish: gladiator; Dutch: gladiator; Esperanto: gladiatoro; Estonian: gladiaator; Finnish: gladiaattori; French: gladiateur, belluaire; Georgian: გლადიატორი; German: Gladiator; Greek: μονομάχος; Ancient Greek: μονομάχος; Hebrew: גְּלַדְיָאטוֹר‎, לוּדָר‎; Hindi: ग्लैडीएटर; Ido: gladiatoro; Italian: gladiatore; Japanese: 剣闘士, グラディエイター; Korean: 검투사(劍鬪士); Latin: gladiator, gladiatrix; Latvian: gladiators; Lithuanian: gladiatorius; Macedonian: гладијатор; Norwegian Bokmål: gladiator; Nynorsk: gladiator; Persian: گلادیاتور‎; Polish: gladiator; Portuguese: gladiador; Romanian: gladiator; Russian: гладиатор; Serbo-Croatian Cyrillic: гладѝја̄тор; Roman: gladìjātor; Slovak: gladiátor; Slovene: gladiator; Spanish: gladiador, bestiario; Swedish: gladiator; Tagalog: gladyador; Thai: กลาดิอาตอร์; Ukrainian: гладіатор; Uzbek: gladiator; Cyrillic: гладиатор