παραίτηση

From LSJ

Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it

Source

Greek Monolingual

η / παραίτησις, -ήσεως, ΝΜΑ παραιτούμαι
εκούσια εγκατάλειψη θέσεως, αξιώματος ή δικαιώματος
νεοελλ.
1. συνεκδ. το έγγραφο με το οποίο δηλώνει κανείς στην προϊστάμενη αρχή ότι παραιτείται από τη θέση του
2. (νομ.) ηθελημένη αποξένωση του δικαιούχου από δικαίωμα ή από δικαιώματά του, δίχως μεταβίβαση τους σε άλλο πρόσωπο
αρχ.
1. ένθερμη, επίμονη παράκληση, δέηση, ικεσία
2. αποτροπή κακού με ευχές
3. αίτηση συγγνώμης, απολογία, δικαιολογία
4. συγγνώμη, συγχώρησηπαραίτησις ἁμαρτημάτων», Φιλ.)
5. άρνηση, αποποίηση
6. μεσιτεία, μεσολάβηση προκειμένου να αποδοθεί χάρη σε κάποιον, αίτηση χάριτος υπέρ κάποιου.