περιορισμός
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ὁ,
A marking out by boundaries, D.H.8.75, Plu. Num.16; description of the boundaries of a property, OGI225.31 (Didyma, iii B. C.), SIG685.57 (Crete, ii B.C., pl.); π. τῆς οἰκουμένης description of... Scymn.74.
2 boundary, Hero Geom.4.12.
3 in Metric, division of a strophe, κατὰ περιορισμοὺς ἀνίσους Heph.Poëm. 6.
4 Glossaria on δρύφακτοι, EM228.33.
II as Law-term, = Lat. deportatio, Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 585] ὁ, 1) = περιόρισις; Plut. Num. 16; S. Emp. pyrrh. 3, 80. – 2) bei den Juristen = deportatio.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action d'enfermer dans des limites, de circonscrire.
Étymologie: περιορίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιορισμός -οῦ, ὁ [περιορίζω] afbakening.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ περιορίζω
1. το να περιορίζεται κανείς ή κάτι, να περικλείεται σε όρια
2. το να επιβάλλεται σε κάποιον να παραμένει σε ορισμένο χώρο, η απαγόρευση ελεύθερης μετακίνησης
νεοελλ.
1. στρ. η ελαφρότερη από τις στρατιωτικές πειθαρχικές ποινές, απαγόρευση στον στρατιώτη να βγεί από το στρατόπεδο και στον αξιωματικό να βγεί από την κατοικία του
2. το να ελαττώνει, να μετριάζει κανείς κάτι, περικοπή, μείωση, ελάττωση («είναι απαραίτητος ο περιορισμός τών δαπανών»)
3. εγκάθειρξη, κλείσιμο, περιορισμός σε μοναστήρι
4. φρ. α) «περιορισμός κατ' οίκον» (νομ.) η δυνάμει δικαστικής αποφάσεως, εντολής της εκτελεστικής εξουσίας ή διαταγής τών στρατιωτικών ή αστυνομικών αρχών αναγκαστική παραμονή φυσικού προσώπου «κατ' οίκον» για ορισμένο ή αόριστο χρόνο
β) «περιορισμοί επιλογής»
γλωσσ. τα σημασιολογικά χαρακτηριστικά που έχουν τα λεξιλογικά εκείνα στοιχεία βάσει τών οποίων καθορίζονται οι συνδυαστικές τους δυνατότητες στον συνταγματικό άξονα της γλώσσας
μσν.
εξορία
αρχ.
1. η περιγραφή («περιορισμὸς τῆς χώρας»)
2. όριο, σύνορο κτήματος
3. χώρος ή κτήμα με καθορισμένα όρια
4. (μετρ.) διαίρεση, χωρισμός στροφής («κατὰ περιορισμοὺς ανίσους», Ηφαιστ.).
Greek Monotonic
περιορισμός: ὁ, περιορισμός, οριοθέτηση, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
περιορισμός: ὁ, = περιόρισις, Διον. Ἁλ. 8. 75. Πλουτ. Νουμ. 16, π. τῆς χώρας Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 2561b. 56· π. τῆς οἰκουμένης, περιγραφὴ τῆς .., Σκύμν. 74 2) = περιόρισμα, Ἐτυμολ. Μέγ. 228. 34. ΙΙ. ὡς ὅρος νομικὸς = τῷ Λατ. deportatio, ἀειφυγία, ἐξορία, Ἀρμενόπουλ. 1. 3, 65., 1. 3, 27. - Κατὰ Φώτιον καὶ Σουΐδ. «περιορισμός: ἐξορία».
Middle Liddell
περιορισμός, οῦ, ὁ, [from περιορίζω
a limitation, Plut.