Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολύπους

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύπους Medium diacritics: πολύπους Low diacritics: πολύπους Capitals: ΠΟΛΥΠΟΥΣ
Transliteration A: polýpous Transliteration B: polypous Transliteration C: polypous Beta Code: polu/pous

English (LSJ)

(A), ὁ, ἡ, neut. πουν; acc. masc.
A πολύποδα Arist.Pol. 1281b6: neut. pl. πολύποδα Pl.Epin.981d:—many-footed, Pl.Ti.92a, Dsc.2.35; Ἐρινύς S.El.488 (lyr.); οὕτω τι πολύπουν ἐστὶν ἡ λύπη κακόν Posidipp.19 (dub.).
2 Pass., trodden by many feet, χῶρος Orac. ap. Polyaen.6.53.

(B) (first in Arist.), later Gr. for πουλύ-, ποδος, ὁ:—Declension: nom.
A πουλύπους S.Fr.307, Ar.Fr.318, Eup.110, etc.; gen. πουλύποδος Od.5.432, Pl.Com.173.16, Eub.101; acc. πουλύπουν Ion Trag.36, Ar.Fr.190, Hegem.1, Alex.170, etc.: pl., nom. πουλύποδες h.Ap.77, Hp.Vict.2.48, Diocl.Fr.132; acc. -ποδας Pherecr.13, Pl.Com.93; gen. πουλυπόδων Anaxandr.41.29 (anap.); later, acc.sg. πολύποδα Luc.Vit.Auct.10, πολύπουν Id.DMar.4.2: pl. πολύποδες, etc., Arist.HA541b1, al.; acc. πολύπους ib.534a25, Dsc.1.74 (in signf. ΙΙΙ): —in Poets freq. declined as if from πούλυπος, gen. πουλύπου Thgn. 215, Ar.Fr.191: pl., gen. πουλύπων Amips.6; acc. πουλύπους Ar.Fr. 189: Dor. pl. nom. πώλυποι Epich.61; acc. πωλύπους Id.124: also nom. sg. πώλυπος Hp.Aff.5 (v.l.); πῶλυψ Diph.Siph. ap. Ath.8.356e, (in signf. III) Poll.4.204: acc. pl. πώλυπας Dsc.2.166; also acc. pl. πόλυπας and acc. and gen. sg. πόλυπα, πόλυπος, Paul.Aeg.6.25:—the common poulp or octopus, Od.l.c., Thgn. l.c., Arist.HA524a3, etc.
II of insects, Id.PA682a36, al.; especially of the myriapods, Id.HA531b29,al.
III polypus or morbid excrescence in the nose, Hp. Aff.5, Thphr.HP9.13.6, Gal.7.106, Poll.l.c.
IV π. βοτάνη, = πολυπόδιον, Gp.15.1.14.

German (Pape)

[Seite 669] ὁ, ἡ, acc. πολύπουν u. πολύποδα (vgl. Buttm. auss. Gramm. I p. 178), p. πουλύπους, neutr. πολύπουν, Posidipp. bei Stob. fl. 99, 29, – vielfüßig, mit vielen Füßen; ἥξει καὶ πολύπους καὶ πολύχειρἘρινύς, Soph. El. 479; Plat. Tim. 92 a; Arist.; Plut. Symp. 2, 3. – Als subst. der Vielfuß; – a) der Meerpolyp; Od. 5, 432 H. h. Ap. 77, beide Male in der poet. Form; πετροφυής, Phocyl. 44; oft bei Ath. VII, 316, bei dem aus den comic. viele Beispiele angeführt werden; auch in der poet. Form πολύπος, welche falsch accentuirt πόλυπος geschrieben wird, vgl. Ath. a. a. O. 316 b 318 e f; auch πουλύπος, Theogn. 215, wie Antip. Th. 44 (IX, 10); Opp. Hal. 1, 310 u. öfter; im gen. πολύπου; dor. u. äol. πωλύπους u. πωλύπος, s. Koen zu Greg. Cor. p. 634, u. daraus das lat. Pōlypus. – b) der Kellerwurm, Kellerassel, auch ὄνος κατοικίδιος, Sp. – c) Auswuchs von erweiterten Gefäßen, bes. in der Nase, Nasenpolyp, Herzpolyp u. dgl., Medic. – d) auch, wie πολυπόδιον, ein Kraut.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. -ποδος
à plusieurs pieds ; d'ord.πολύπους polype de mer, poulpe.
Étymologie: πολύς, πούς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύπους -ουν [πολύς, πούς] gen. -ποδος, acc. -ποδα; plur. n. -ποδα, met vele voeten.
πολύπους -οδος, ὁ, ep. πουλύπους, poët. πουλύπος -ου, Ion. en poët. πωλύπους en πώλυπος -ου [πολύς, πούς] acc. -πουν en -ποδα zeepoliep, octopus. geneesk. poliep (in de neus).

Russian (Dvoretsky)

πολύπους:
I ион. πουλύπους 2, gen. πολύποδος и πουλύπου многоногий (τὸ γένος Plat.; ἁ Ἐρινύς Soph.): ὄνος π. Arst. мокрица.
II ион. πουλύπους, gen. πολύποδος и πουλύπου ὁ зоол. полип Hom., Arst., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πολύπους: ὁ, ἡ, οὐδ. -πουν· αἰτ. ἀρσ. πολύποδα Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 2· πληθ. οὐδ. πολύποδα Πλάτ.· ― ὁ ἔχων πολλοὺς πόδας, Σοφ. Ἠλ. 488, Πλάτ. Τίμ. 92Α· οὕτω τι πολύπουν ἐστὶν ἡ λύπη κακὸν Ποσείδιππος ἐν «Μύρμηκι» 2. 2) ὁ ὑπὸ πολλῶν ποδῶν πατούμενος, χώρα Χρησμ. παρὰ Πολυαίν. 6 53.

Greek Monolingual

-οδος, ο
βλ. πολύποδας.

Greek Monotonic

πολύπους: ὁ, ἡ, ουδ. -πουν· αιτ. αρσ. πολύποδα· πληθ. ουδ. πολύποδα· αυτός που έχει πολλά πόδια, σε Σοφ., Πλάτ.
πολύπους: κυρίως πουλύπους, -οδος, ὁ (ο τύπος πολύπους είναι μεταγεν.)· ονομ. πουλύπους, αιτ. -πουν, γεν. πουλύποδος· πληθ., ονομ. πουλύποδες· αιτ. -ποδας· γεν. πουλυπόδων· ποιητ. επίσης, πολύπους, αιτ. -πουν και -ποδα· πληθ. -ποδες, αιτ. -πους, -ποδας· ο θαλάσσιος πολύποδας ή το χταπόδι, Λατ. polupus (σε Ρήτ.), σε Ομήρ. Οδ., Θέογν. κ.λπ.

Middle Liddell

πολύπους, [the form πολύπους is late
the sea-polypus or octopus, Lat. polypus (Hor.), Od., Theogn., etc.
πολύπους,
many-footed, Soph., Plat.