προσποίησις
Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A taking something to oneself, acquisition, ξυμμαχίας Th.3.82; ἐρώτων J. AJ17.4.1.
2 pretension or claim to a thing, Th.2.62: c. gen., Id.6.16, Pl.La.184c; εἰρωνεία is defined as προσποίησις ἐπὶ χεῖρον πράξεων καὶ λόγων affectation of... Thphr. Char.1.1, cf. Jul.Or.3.129b; ἡ εἰς οὐσίαν προσποίησις pretension to real existence, Plot.6.6.18.
3 pretension, affectation, Arist.EN1165b10, Porph.Marc.3.
German (Pape)
[Seite 778] ἡ, das für sich Gewinnen, Erwerben, Thuc. 6, 62. 3, 82; das sich Anmaßen, Behaupten, Plat. Lach. 184 b u. Sp., wie Luc. D. Mort. 14, 5; bes. von fremdem Eigentum, neben ἀδικία, Arist. 1, 10 Eth. 2, 7; die Affectation; Theophr. char. 1, 1; τιμὴν καὶ προσποίησιν ἀλαζονείας, Stoff u. Gelegenheit zur Prahlerei, Plut. Nic. 11, vgl. Dion. 30.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de se procurer, de prétendre à, gén..
Étymologie: προσποιέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσποίησις -εως, ἡ προσποιέω toevoeging (bij), met dat.: σφίσιν αὐτοῖς... προσποίησις versterking van hun eigen positie Thuc. 3.82.1. aanmatiging, aanspraak, met gen.: ἡ προσποίησις τῆς τοιαύτης ἐπιστήμης de aanspraak op een dergelijke kennis Plat. Lach. 184b. veinzerij, het doen alsof.
Russian (Dvoretsky)
προσποίησις: εως ἡ
1 приобретение (ξυμμαχίας Thuc.);
2 притязание, претензия (τινος Thuc., Plat.);
3 притворство, симуляция Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
προσποίησις: -εως, ἡ, τὸ λαμβάνειν τι πρὸς ἑαυτόν, πρόσκτησις, ξυμμαχίας Θουκ. 3. 82· ἐρώτων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17· 4, 1. 2) πρόφασις ἢ ἀξίωσις περί τινος πράγματος, μετὰ γεν., Θουκ. 2. 62., 6. 16, Πλάτ. Λάχ. 184Β· - εἰρωνεία ὁρίζεται ὅτι εἶναι πρ. ἐπὶ χεῖρον πράξεων καὶ λόγων, τὸ νὰ προσποιῆταί τις ὅτι..., Θεοφρ. Χαρακτ. 1. 3) ἀπολ., προσ- ποίησις, ψευδὴς τρόπος, ὑπόκρισις, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 7, 12., 9. 3, 2.
Greek Monotonic
προσποίησις: ἡ,
1. προσάρτηση πράγματος, πρόσκτηση, σε Θουκ.
2. πρόφαση ή αξίωση για κάτι, με γεν., στον ίδ.
3. απόλ., προσποίηση, υποκρισία, σε Αριστ.
Middle Liddell
προσποίησις, εως,
1. a taking something to oneself, acquisition, Thuc.
2. a pretension or claim to a thing, c. gen., Thuc.
3. absol. pretension, Arist.
English (Woodhouse)
assumption, claim, pretence, arrogation to oneself, claiming, pretending
Lexicon Thucydideum
adiunctio (sociorum), attaching (of allies), 3.82.1,
vindicatio, claiming, assertion, 2.62.1, 6.16.6.