σημειοφόρος

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημειοφόρος Medium diacritics: σημειοφόρος Low diacritics: σημειοφόρος Capitals: ΣΗΜΕΙΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: sēmeiophóros Transliteration B: sēmeiophoros Transliteration C: simeioforos Beta Code: shmeiofo/ros

English (LSJ)

ὁ,
A standard-bearer, Sammelb.599.7, al. (Ptolemaic), D.H.8.65, Plu. Brut.43:—also σημεαφόρος BGU600.10,12 (ii/iii A.D.), PFlor.278 iii 30 (iii A.D.), IGRom.3.57 (Prusias), CIG4957e (Egypt); σημηαφόρος Sammelb.979.7 (Alexandria, i A.D.), CIL3.6026 (Syene), Stud.Pal.22.92 (iii A.D.); σημιαφόρος Supp.Epigr.6.535 (Isauria), Judeich Altertümer von Hierapolis No.153; σημιαφώρος PHamb. 39No.16; σιμιαφόρος ib.No.45 (ii A.D.); σημαιαφόρος (with v.l. σημαιοφόρος) Plb.6.24.6, J.BJ6.1.7; σημαιοφόρος also in Plu.Galb. 22.
II = σημεία 1.1 b, in form σημιαφόρος, Jahresh.13.201 (Alabanda, ii A.D.).
III signaller, Ascl.Tact.2.9, 6.3.

German (Pape)

[Seite 875] = σημαιοφόρος; Plut. Brut. 43 D. Hal. 8, 65.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σημειοφόρος -ου, ὁ [σημεῖον, φέρω] vaandeldrager.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
μσν.
(για αγίους) θαυματουργός
αρχ.
1. ο σημαιοφόρος
2. στρ. αυτός που μεταδίδει το σύνθημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημεῖον + -φόρος].

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. σημαιοφόρος.
Étymologie: σημεῖον, φέρω.

Greek (Liddell-Scott)

σημειοφόρος: -ον, ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ σημαιοφόρος παρὰ τῷ Διον. Ἁλ. 8. 65, Πλουτ. Βροῦτ. 43. ΙΙ. ὁ ποιῶν θαύματα, θαυματουργός, Βυζ. - Ρῆμα σημειοφορέω, Εὐστ. Θεσσ. σ. 672, ἔκδ. Mi.

Russian (Dvoretsky)

σημειοφόρος: ὁ Plut. = σημαιοφόρος.

Translations

Armenian: դրոշակակիր; Bulgarian: знаменосец; Buryat: тугша; Catalan: portaestendard; Danish: fanebærer, fændrik; French: porte-étendard; Greek: σημαιοφόρος; Ancient Greek: σημειοφόρος, σημεαφόρος, σημηαφόρος, σημιαφόρος, σημιαφώρος, σιμιαφόρος, σημαιαφόρος, σημαιοφόρος, σημιαφόρος; Greenlandic: erfalasulisartoq; Italian: portabandiera; Japanese: 旗手; Latin: vexillarius, signifer; Persian: پرچم‌دار‎; Polish: poczet sztandarowy, chorąży; Portuguese: porta-bandeira, porta-estandarte; Russian: знаменосец; Spanish: abanderado, abanderada, portaestandarte; Swedish: fanbärare; Tagalog: abanderado; Welsh: banerwr