συρμαία

From LSJ

τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρμαία Medium diacritics: συρμαία Low diacritics: συρμαία Capitals: ΣΥΡΜΑΙΑ
Transliteration A: syrmaía Transliteration B: syrmaia Transliteration C: syrmaia Beta Code: surmai/a

English (LSJ)

Ion. συρμαίη, ἡ,
A (συρμός II) purge-plant, a name given to the radish, as used by the Egyptians (cf. μελανοσυρμαῖος), Hdt.2.88, 125, Ar.Pax 1254, PPetr.3p.327 (iii B.C.), D.S.1.64, cf. Erot. s.v. ἀπὸ συρμαϊσμοῦ, Did. ap. Sch.Ar. l.c.:—its juice mixed with salt water they used as a purgative and emetic, Hp.Mul.1.78, cf. Hsch.
II a mixture of honey and suet, given as a prize at Sparta, in a contest of the same name, IG5(1).222.7 (v B.C. ?), Hsch.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 (s.e. βοτάνη) plante purgative, particul. raifort;
2 (s.e. πόσις) potion purgative, particul. jus de raifort mêlé d'eau salée, potion en usage chez les Égyptiens.
Étymologie: συρμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συρμαία -ας, ἡ, Ion. συρμαίη [συρμός] rammenas (een radijsachtige plant waarvan het wortelsap als braak- of laxeermiddel dienst deed).

German (Pape)

ἡ, ion. συρμαίη,
1 eine Brech- od. Purgierpflanze, Brech-, Purgiertrank, wozu die Ägyptier den Saft des langen Rettigs, ῥαφανίς, mit Salzwasser brauchten, Her. 2.88, der den Rettig selbst συρμαίη nennt, 2.125; vgl. Schol. Ar. Pax 1220, wo Ar. dem Helmmacher raten läßt, die Helme nach Ägypten zu verlaufen, ἔστιν γὰρ ἐπιτήδεια συρμαίαν μετρεῖν, und der Schol. außer der obigen Erkl. aus Didymus noch erwähnt τινὲς δὲ τὸν λεγόμενον ζύθον (vgl. μελανοσυρμαῖος); – συρμαίαν βλέπειν, aussehen wie Einer, der sich erbrechen will, Phavor.
2 nach Hesych. in Sparta ein Trank od. eine Speise, die bei einem eben so benannten Wettkampfe als Preis diente.

Russian (Dvoretsky)

συρμαία: ион. συρμαίη
1 слабительная редька Her., Arph., Diod.;
2 сок редьки Her.

Greek Monolingual

η, ΜΑ, και ιων. τ. συρμαίη Α
είδος φυτού που έμοιαζε με το ραπανάκι («τὸ πλῆθος τῶν ἀναλωθέντων χρημάτων... εἰς λάχανα καὶ συρμαίαν», Διόδ.)
αρχ.
1. ο χυμός του φυτού αυτού, τον οποίο, ύστερα από ανάμιξη με άλμη, χρησιμοποιούσαν ως καθαρτικό και εμετικό φάρμακο
2. μίγμα μελιού και λίπους το οποίο δινόταν ως έπαθλο στη Σπάρτη σε ομώνυμο αγώνα («Συρμαία
ἀγών τις ἐν Λακεδαίμονι, ἔπαθλον ἔχων συρμαίαν
ἔστι δὲ βρωμάτιον διὰ στέατος καὶ μέλιτος», Ησύχ.)
3. παροιμ. «συρμαίαν βλέπειν» — με όψη ανθρώπου που είναι έτοιμος να κάνει εμετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συρμός + κατάλ. -αία, θηλ. της κατάλ. -αῖος].

Greek Monotonic

συρμαία: Ιων. -αίη, (συρμός), καθαρτικό φυτό, ονομασία που δόθηκε στο ραπανάκι και χρησιμοποιείτο από τους Αιγυπτίους (βλ. μελανοσυρμαῖος), σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

συρμαία: Ἰωνικ. -αίη, ἡ, (συρμὸς ΙΙ) καθαρτικὸν φυτόν, ᾧ ἐχρῶντο οἱ Αἰγύπτιοι (ἴδε μελανοσυρμαῖος), Ἡρόδ. 2. 125, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1254, Διόδ. 1. 64, πρβλ. Γαλην. Ἱπποκράτ. Λεξ. Ἐξήγ. 574, ἔνθα: «συρμαία ἡ μετρίως γενομένη τῶν περὶ τὴν γαστέρα κάθαρσις»· ― ὁ ὀπὸς αὐτοῦ ἀναμιγνυόμενος μεθ’ ἅλμης ἐδίδοτο ὡς καθαρτικὸν καὶ ἐμετικὸν φάρμακον (πρβλ. συρμαΐζω, συρμαϊσμός), Ἡρόδ. 2. 88, Δίδυμ. παρὰ Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) καθάρσιον, Ἱππ. 626. 37· ― παροιμ., συρμαίαν βλέπειν, ἔχειν ὄψιν μέλλοντος ἐμέσαι, παρὰ Φαβωρίν. ΙΙ. ὡσαύτως κατὰ τὸν Ἡσύχ., «βρωμάτιον διὰ στέατος καὶ μέλιτος» διδόμενον ὡς ἔπαθλον ἐν Σπάρτῃ εἰς ὁμώνυμόν τινα ἀγῶνα.

Middle Liddell

συρμαία, Ionic -αίη, ἡ, συρμός
purge-plant, a name given to the radish, as used by the Egyptians (v. μελανοσυρμαῖοσ), Hdt., Ar.