ἀνασύρω
οὐδέπω κακῶν κρηπὶς ὕπεστιν → we have not yet got to the bottom of misery
English (LSJ)
[ῡ],
A pull up, δοκόν Procop.Goth.4.11; another's clothes, D.L.2.110; expose to view, τὴν ἀκρασίαν Clearch.14:—Med., pull up one's clothes, expose one's person, Hdt.2.60, Thphr.Char.11.2, D.S. 1.85, etc.; ἀνασυράμεναι τοὺς χιτωνίσκους Plu.2.248b: pf. part. Pass. as adjective, ἀνασεσυρμένος obscene, Anacr ap.Phot.p.123 R.; lacking in decency, Thphr.Char.6.2.
2 in Pass. also, of Alexander's hair, to be curly, Ael.VH12.14.
II Med., plunder, ravage, Plu.2.330d, cf. Hsch.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἀνέσουρεν POxy.2758.12 (II d.C.)
• Prosodia: [-ῡ-]
I en v. med.
1 levantarse la ropa esp. en gestos rituales: en Egipto αἱ δὲ ἀνασύρονται ἀνιστάμεναι Hdt.2.60, cf. D.S.1.85, Teles p.58.11, c. ac. compl. dir. ἀνασυράμεναι τοὺς χιτωνίσκους las mujeres licias en gesto ritual de súplica, Plu.2.248b
•gener. ἀνασυράμενοι πάντες βαδίζουσιν, ὥσπερ ἐν λίμνῃ D.Chr.33.37
•part. perf. ἀνασεσυρμένη la que lleva levantados los vestidos, desvergonzada Anacr.18, ἀγοραῖός τις καὶ ἀνασεσυρμένος (hombre) vulgar y desvergonzado Thphr.Char.6.2.
2 del pelo ser rizado λέγουσι ... τὴν μὲν κόμην ἀνασεσύρθαι αὐτῷ de Alejandro, Ael.VH 12.14.
3 de regiones, ciudades saquear Plu.2.330d, Hsch.
II act.
1 levantar los vestidos abs. ἀνασύρας (para saber si es varón o hembra), D.L.2.116
•c. ac. de pers. POxy.l.c.
2 c. ac. de cosa descubrir, exhibir τὰς κνήμας LXX Is.47.2
•fig. τὴν ἀκρασίαν Clearch.60.
3 levantar, subir δοκόν Procop.Goth.4.11, ὕδωρ sacar agua Aq.Is.30.14.
German (Pape)
[Seite 210] auf-, in die Höhe zichen, bes. die Kleider in die Höhe heben, entblößen; med., sich entblößen, Her. 2, 60; χιτωνίσκους ἀνασυράμενοι Plut.; übertr., τὴν ἀκρασίαν, offen darlegend, zeigend, Ath. XII, 548 b; ἀνασεσυρμένος, schamlos, frech, Sp.
French (Bailly abrégé)
retrousser, mettre à nu;
Moy. ἀνασύρομαι;
I. intr. se retrousser;
II. tr. 1 retrousser (son vêtement);
2 mettre à nu, piller, dévaster.
Étymologie: ἀνά, σύρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνασύρω: (ῡ)
1 поднимать платье, обнажаться Diog. L.; med. Her., Diod.;
2 med. высоко подбирать (τοὺς χιτωνίσκους Plut.);
3 уносить, похищать, захватывать добычу (σπαράξαι καὶ ἀνασύασθαι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασύρω: [ῡ], (ἴδε σύρω), σύρω ἐπάνω τὸ ἱμάτιον ἄλλου, Διογ. Λ. 2. 116· ἐκθέτω εἰς τὰ ὄμματα τῶν ἄλλων, παριστῶ τι γυμνόν, ἀνασύρουσα πρὸς ἀλήθειαν τὴν τῶν οὕτως αὐτῇ χρωμένων ἀκρασίαν Κλέαρχ. ὁ Σολεὺς παρ’ Ἀθην. 548Β: ― Μέσ., ἀνασύρω τὰ ἱμάτιά μου, σηκώνω αὐτὰ ὑψηλά, γυμνώνομαι, αἱ δὲ ἀνασύρονται ἀνιστάμεναι Ἡρόδ. 2. 60· ― ὁ δὲ βδελυρὸς τοιοῦτος, οἷος ὑπαντήσας γυναιξὶν ἐλευθέραις, ἀνασυράμενος δεῖξαι τὸ αἰδοῖον Θεοφρ. Χαρακ. κ. 11, περὶ Βδελυρίας, ― Διόδ. 1, 85, κτλ., ἀνασυράμεναι τοὺς χιτωνίσκους Πλούτ. 2. 248Β· ― μετοχ. παθ. πρκμ. ὡς ἐπίθ., ἀγοραῖός τις καὶ ἀνασεσυρμένος, αἰσχρός, ἀκόλαστος, κακοήθης, Θεοφρ. Χαρ. 6· κωμῳδία ἀν. Συνέσ. 213C. 2) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ τῆς κόμης τοῦ Ἀλεξάνδρου, τὴν μὲν κόμην ἀνασεσύρθαι αὐτῷ, ὅτι ἦτο ἀνασεσυρμένη πρὸς τὰ ὀπίσω (πρβλ. ἀναστολὴ Ι.), Αἰλ. Π. Ἱστ. 12. 14. ΙΙ. Μέσ., ἁρπάζω, λαφυραγωγῶ, δῃῶ, Πλούτ. 2. 330D.
Greek Monolingual
κ. ανασέρνω κ. ανασύρω (AM ἀνασύρω) (μσν. κ. ἀνασέρνω κ. ἀνασύρνω)
τραβώ επάνω, σηκώνω, ανεβάζω
νεοελλ.
τραβώ στην επιφάνεια, ανελκύω
μσν.
παρατείνω τη διήγηση
αρχ.
1. (μέσ., -ομαι)
α) σηκώνω επάνω, βγάζω τα ενδύματά μου, γυμνώνομαι
β) αρπάζω, λαφυραγωγώ
2. (παθ. μτχ.) ανασεσυρμένος
αισχρός, ακόλαστος.