ἄτροπος
Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges
English (LSJ)
ἄτροπον,
A not to be turned, unchangeable, eternal, ὕπνος Theoc.3.49.
2 inflexible, rigid, Ἅιδης AP7.483; ἀρετή ib.10.74 (Paul. Sil.): pr. n., Ἄτροπος, ἡ, name of one of the Μοῖραι, Hes.Th.905, al., Pl.Lg.960c, Chrysipp.Stoic.2.264; ἄ. Κλωθώ IG3.1337: hence of the decrees of fate, ἄτροπα γραψάμεναι Epigr.Gr.153.4; ἄτροπος νόμος ib.288 (Cypr.).
3 uncourteous, unseemly, ἔπεα Pi.N.7.103.
II not turned by the plough, unploughed, untilled, Call.Del.II.
Spanish (DGE)
-ον
1 inconmovible, no sacudido por terremotos, de Delos κείνη δ' ἠνεμόεσσα καὶ ἄ. Call.Del.11, cf. Sch.ad loc.
2 que no puede ser cambiado, inmutable, inalterable ἀλκή Opp.H.2.487, ἄ. οὐρανίοιο εἰκών Gr.Naz.M.37.533A, cf. Hsch.
•inquebrantable ἀρετή σταθερόν τι καὶ ἄτροπον AP 10.74 (Paul.Sil.)
•sin retorno, eterno ὁ τὸν ἄτροπον ὕπνον ἰαύων Ἐνδυμίων Theoc.3.49.
3 inflexible, rígido, implacable ἀτρόποισι Νεοπτόλεμον ἑλκύσαι ἔπεσι Pi.N.7.103, ὀστέα δ' εἰς Ἀίδην ἄ. εἷλε νόμος GVI 1325.5 (Chipre II/III d.C.), Ἀΐδη ἀλλιτάνευτε καὶ ἄτροπε AP 7.483 (Anon.), τῷ δ' ἄ. ἤντετο Μοῖρα Q.S.7.247, neutr. plu. como adv. μοι μοῖραι ... μίτοις ἄτροπα γραψάμεναι IG 22.11674.4.
German (Pape)
[Seite 389] 1) unwandelbar, ὕπνος, der ewige Schlaf, Theocr. 3, 49; eine der Parzen, die Unerbittliche, Hes. Th. 218 u. Folgde; Callim. Del. 11, von Delos, nicht mit dem Pflug gewendet, unbebaut. – 2) ungewandt, unschicklich, ἔπεα Pind. N. 7, 103.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
I. non retourné (par la charrue), non labouré;
II. qu'on ne peut tourner, càd mouvoir ou fléchir, d'où
1 qu'on ne peut ramener en arrière;
2 immuable, éternel;
3 inflexible.
Étymologie: ἀ, τρέπω.
2ος, ον :
malséant, inconvenant.
Étymologie: ἀ, τρόπος.
English (Slater)
ἄτροπος intractable τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσεικέαρ ἀτρόποισι Νεοπτόλεμον ἑλκύσαι ἔπεσι ( improper Farnell, edd. vulg., but v. Tugendhat, Hermes, 1960, 404: “starrsinnig, unkonziliant”) (N. 7.103)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄτροπος, -ον)
αυτός που δεν έχει καλούς τρόπους, που συμπεριφέρεται με απρέπεια
νεοελλ.
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με κυριότερο είδος την Atropa belladonna (μπελαντόνα), που περιέχει πολύτιμες φαρμακευτικές ουσίες
αρχ.
1. αμετάτρεπτος, αμετάβλητος
2. άκαμπτος, αδυσώπητος
3. (για γη) ακαλλιέργητος
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἄτροπος
η μία από τις τρεις Μοίρες
5. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἄτρεπτα
το πεπρωμένο.
Greek Monotonic
ἄτροπος: -ον (τρέπω)·
1. αμετάβλητος, αιώνιος.
2. άκαμπτος, αλύγιστος, σκληρός, σε Ανθ.· απ' όπου, Ἄτροπος, ἡ, το όνομα μιας από τις τρεις Μοίραις, Μοίρες, Λατ. Parae, σε Ησίοδ.· βλ. Κλωθώ.
Russian (Dvoretsky)
ἄτροπος:
1 необратимый, безвозвратный (τὰ παρελθόντα Arst.);
2 беспробудный (ὕπνος Theocr.);
3 непреклонный, неумолимый (Ἃιδης Anth.);
4 неподобающий, некстати сказанный (ἔπεα Pind.).
Middle Liddell
τρέπω
1. unchangeable, eternal, Theocr.
2. inflexible, unbending, Anth.:—hence Ἄτροπος, ἡ, name of one of the Μοῖραι or Parcae, Hes.; v. Κλωθώ.