ἐμπλόκιον
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
τό,
A a fashion of plaiting women's hair, Machoap.Ath.13.579d.
2 hair-clasp, BGU1300.24 (iii/ii B. C.), LXX Ex.35.22, Nu.31.50.
Spanish (DGE)
-ου, τό
broche o pasador para el pelo, Macho 257, BGU 1300.24 (III/II a.C.), LXX Ex.35.22, Is.3.18, 20, Plu.Phoc.19, Sm.Ca.7.5.
German (Pape)
[Seite 814] τό, Haarschmuck der Frauen, Macho bei Ath. XIII, 579 d; LXX.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sorte de tresse.
Étymologie: ἐμπλοκή.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπλόκιον: τό эмплокий (род женской прически) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπλόκιον: τό, εἶδος πλοκῆς τῆς κόμης τῶν γυναικῶν, Μάχων παρ’ Ἀθην. 579D· κόσμημα ὅπερ ἐνέπλεκον αἱ γυναῖκες εἰς τὰς πλεξίδας των, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΕ΄, 21, Ἀριθμ. ΛΑ΄, 50).
Greek Monolingual
ἐμπλόκιον, το και ἐμπλόκια, τα (Α)
1. τρόπος κόμμωσης
2. κοσμήματα που ενέπλεκαν στα μαλλιά τους κατά την κόμμωση.