ἐναρίθμιος
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ἐναρίθμιον, (ἀριθμός)
A in the number, making up the number, ἄλλην ἐνίησι πατὴρ ἐναρίθμιον εἶναι Od.12.65; counted among, i.e. among, ζῴοις Theoc.7.86; ὑποχθονίοις A.R.1.647; ἐ. among men, in the world, IG7.2543.6 (Thebes, iii/iv A. D.); δήμου ἐ. f.l. in Epigr. ap. D.L.7.27; cf. ἀρίθμιος.
II taken into account, valued, οὔτε ποτ' ἐν πολέμῳ ἐ. οὔτ' ἐνὶ βουλῇ Il.2.202; ἐναρίθμια· φίλα, συνήθη, Hsch.
Spanish (DGE)
(ἐνᾰρίθμιος) -ον
1 tenido en cuenta, valorado, estimado οὔτε ποτ' ἐν πολέμῳ ἐ. οὔτ' ἐνὶ βουλῇ Il.2.202, ἐ. πᾶσα ἡ ἐργασία αὐτοῦ (τοῦ κεραμέως) LXX Si.38.29, ἔροτις δήμου ἐ. la apreciada fiesta del pueblo epigr. en D.L.7.27, cf. Hsch.
2 que completa o mantiene el número ἄλλην ἐνίησι πατὴρ ἐναρίθμιον εἶναι otra (paloma, en lugar de una capturada) repone el padre (Zeus) para mantener el número, Od.12.65.
3 que se cuenta, contado entre o en el número de c. dat. θνητὴν ἐναρίθμιο[ν] ... ἀθανάταις νομίσαι CEG 575.1 (Atenas IV a.C.), ζωοῖς Theoc.7.86, ὑποχθονίοις A.R.1.647, cf. 3.518, 4.1412, φίλε, προτέροις ἐναρίθμιε amigo, tú que te cuentas entre aquellos que existieron antes que tú, GVI 1475.3 (Panticapeo I d.C.), τοῖς πολυμαθεστάτοις ... συγγραφεῦσι Plu.Caes.55, ἀμφιβίοις ἐναρίθμιον αἶσαν ἔχουσι Opp.H.1.282, cf. 151, αὐτὸν ἐναρίθμιον εἶχον τοῖς περιφανεστάτοις κατ' ἀρετήν Basil.Ep.51.1, tb. c. ἐν y dat. τὸ μὲν ἄγριον ἐν πελάγεσσι κήτεσι ... ἐναρίθμιον Opp.H.1.375, cf. SEG 31.379.3 (Dime II/I a.C.).
German (Pape)
[Seite 829] mitgezählt, eine Zahl vollmachend; ἄλλην ἐνίησι πατὴρ ἐναρίθμιον εἶναι Od. 12, 65; ὑποχθονίοις, dazu gehörig, Ap. Rh. 1, 647, wie ζῳοῖς Theocr. 7, 86; – οὔτε ποτ' ἐν πολέμῳ ἐναρίθμιος οὔτ' ἐνὶ βουλῇ Il. 2, 202, in Anschlag gebracht, geachtet.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui complète un nombre;
2 fig. dont on fait cas.
Étymologie: ἐνάριθμος.
Russian (Dvoretsky)
ἐνᾰρίθμιος:
1 относящийся к числу (кого или чего-л.): ζῳοῖς ἐ. Theocr. находящийся в числе живых;
2 восполняющий недостающее число, замещающий: ἄλλην (πέλειαν) ἐνίησι ἐναρίθμιον εἶναι Hom. каждого (убитого) голубя (Зевс) заменяет другим;
3 имеющий значение, играющий заметную роль (οὔτ᾽ ἐν πολέμῳ οὔτ᾽ ἐνὶ βουλῇ Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνᾰρίθμιος: -ον, (ἀριθμὸς) ὁ πρὸς συμπλήρωσιν τοῦ ἀριθμοῦ, ἀλλ’ ἄλλην (πέλειαν) ἐνίησι πατὴρ ἐναρίθμιον εἶναι Ὀδ. Μ. 65· συναριθμούμενος, αἴθ’ ἐπ’ ἐμεῦ ζωοῖς ἐναρίθμιος ὤφελες εἶμεν Θεόκρ. 7. 86, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 647· ἐν., μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἐν τῷ κόσμῳ, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 502. 16· δήμου ἐν. παρὰ Διογ. Λ. 7. 27. ΙΙ. καταριθμούμενος, «λογαριαζόμενος» θεωρούμενος ἄξιος, Λατ. in numero habitus, οὔτε ποτ’ ἐν πολέμῳ ἐναρίθμιος οὔτ’ ἐνὶ βουλῇ Ἰλ. Β. 202.
English (Autenrieth)
filling up the number, Od. 12.65; of account (ἐν ἀριθμῷ), Il. 2.202.
Greek Monolingual
ἐναρίθμιος, -ον (Α)
1. ο συγκαταριθμούμένος με άλλους («ἐνίησι πατὴρ ἐναρίθμιον εἶναι», Οδ.)
2. ο υπολογίσιμος, αυτός που υπολογίζεται, που λογαριάζεται
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐναρίθμια
φίλα, συνήθη».
Greek Monotonic
ἐνᾰρίθμιος: -ον (ἀριθμός),·
I. αυτός που βρίσκεται εντός αριθμού, που συμπληρώνει τον αριθμό, σε Ομήρ. Οδ.· αριθμούμενος μεταξύ ή ανάμεσα, δηλ. συναριθμούμενος, με δοτ., σε Θεόκρ.
II. αυτός που λογαριάζεται, που απαριθμείται, συνυπολογιζόμενος, Λατ. in numero habitus, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ἐν-ᾰρίθμιος, ον adj ἀριθμός
I. in the number, to make up the number, Od.: counted among, i. e. among, c. dat., Theocr.
II. taken into account, Lat. in numero habitus, Il.