ὀλοθρεύω

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλοθρεύω Medium diacritics: ὀλοθρεύω Low diacritics: ολοθρεύω Capitals: ΟΛΟΘΡΕΥΩ
Transliteration A: olothreúō Transliteration B: olothreuō Transliteration C: olothreyo Beta Code: o)loqreu/w

English (LSJ)

destroy, v.l. for ὀλεθρεύω in LXX Ex.12.23,al., Ph.1.73 (citing Ex.l.c.), Ep.Hebr.11.28; cf. ἐξολοθρεύω:—hence ὀλοθρευτής, οῦ, ὁ, destroyer, IEp.Cor.10.10:—fem. ὀλοθρεύτρια, Glossaria on λοιγίστρια, Hsch.:

German (Pape)

[Seite 325] verderben, zerstören, N.T., Schol. Eur. Hipp. 535 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

exterminer, ruiner, détruire.
Étymologie: ὄλεθρος.

Russian (Dvoretsky)

ὀλοθρεύω: NT = ὄλλυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλοθρεύω: καταστρέφω, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΒ΄, 23, κ. ἀλλ.), Φίλων 1. 73, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ια΄, 28· ὡσαύτως ἐν Ἀνθ. Π. 1. 57, πρβλ. ἐξολοθρεύω· -ἐντεῦθεν ὀλόθρευσις, ἡ, τὸ καταστρέφειν, ἡ καταστροφή, Βυζ.· -ὀλοθρευτής, οῦ, ὁ, ὁ καταστροφεύς, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ι΄, 10· - θηλ. ὀλοθρεύτρια, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λοιγίστρια· - ὀλοθρευτικός, ή, όν, καταστρεπτικός, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Λ. 127.

English (Strong)

from ὄλεθρος; to spoil, i.e. slay: destroy.

Greek Monolingual

ὀλοθρεύω)
εξολοθρεύω, καταστρέφω, αφανίζω, επιφέρω όλεθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλεθρεύω < ὄλεθρος, με αφομοίωση του -ε- σε -ο-].

Greek Monotonic

ὀλοθρεύω: καταστρέφω ολοκληρωτικά, σε Καινή Διαθήκη (αμφίβ. προέλ.).

Middle Liddell

ὀλοθρεύω,
to destroy utterly, NTest. [deriv. uncertain]

Chinese

原文音譯:ÑloqreÚw 哦羅特留哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:全部 敗壞 相當於: (נָגַף‎) G5221
字義溯源:滅,毀滅,破壞;源自(ὀλέθριος / ὄλεθρος)=敗壞);而 (ὀλέθριος / ὄλεθρος)出自(ὀλιγωρέω)X*=毀壞)。參讀 (ἀναιρέω)同義字
同源字:1) (ἀπόλλυμι)全毀 2) (Ἀπολλύων)毀滅者 3) (ἀπώλεια)沉淪 4) (ἐξολεθρεύω)全然滅絕 5) (ὀλέθριος / ὄλεθρος)敗壞 6) (ὀλεθρευτής / ὀλοθρευτής)敗壞者 7) (ὀλεθρεύω / ὀλοθρεύω)滅 8) (συναπόλλυμι)一同滅亡
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 毀滅者(1) 來11:28

Mantoulidis Etymological

(=καταστρέφω). Ἀπό τό ὄλεθρος τοῦ ὄλλυμι.
Παράγωγα: ὀλόθρευσις, ἐξολόθρευσις, ὀλοθρευτής, ὀλοθρεύτρια, ὀλοθρευτικός, ἐξολοθρευτικός, ἐξολόθρευμα καί γιά ἄλλα παράγωγα δές στό ὄλλυμι.