ἐπιρρήσσω: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(Autenrieth)
(13)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=only ipf. iter. ἐπιρρήσσεσκον, [[drove]] to, pushed [[home]], Il. 24.454, 456. (Il.)
|auten=only ipf. iter. ἐπιρρήσσεσκον, [[drove]] to, pushed [[home]], Il. 24.454, 456. (Il.)
}}
{{grml
|mltxt=ἐπιρρήσω ιων. και επικ. τ. [[αντί]] [[ἐπιρράσσω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[τραβώ]] με τη βία και [[κλείνω]] («θύρην δ’ ἔχε μοῡνος [[ἐπιβλής]] [[εἰλάτινος]], τὸν τρεῑς μὲν ἐπιρρήσσεσκον..., [[τρεῖς]] δ’ ἀναοίγεσκον μεγάλην κληῑδα θυράων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για άνεμο) <b>(αμτβ.)</b> [[ορμώ]] βίαια, [[ξεσπώ]]<br /><b>3.</b> (για άνεμο) (με αιτ.) [[εφορμώ]] [[εναντίον]], [[παρασύρω]] ορμητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επικ. και ιων. τ. [[αντί]] [[επιρράσσω]] <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ράσσω]] «[[χτυπώ]], [[καταβάλλω]]»].
}}
}}

Revision as of 06:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρήσσω Medium diacritics: ἐπιρρήσσω Low diacritics: επιρρήσσω Capitals: ΕΠΙΡΡΗΣΣΩ
Transliteration A: epirrḗssō Transliteration B: epirrēssō Transliteration C: epirrisso Beta Code: e)pirrh/ssw

English (LSJ)

   A v. ἐπιρράσσω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρήσσω: Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ἐπιρράσσω, σύρω, σπρώχνω τι ἐπί τινος μετὰ δυνάμεως, περὶ μοχλοῦ ἢ ὀχέως, «σύρτου», ὃν μετεχειρίζοντο ὅπως κλειδώσωσι θύραν, θύρην δ’ ἔχε... ἐπιβλής..., τὸν τρεῖς μἐν ἐπιρρήσσεσκον Ἀχαιοί, τρεῖς δ’ ἀναοίγεσκον Ἰλ. Ω. 454, πρβλ. 456 καὶ ἴδε ἐπιρράσσω. 2) παρασύρω βιαίως, μεθ’ ὁρμῆς, ἐπὶ ἀνέμου, οἵ μιν ἐπιρρήσσουσιν Ὀππ. Ἁλ. 1. 634: - καὶ ἀμεταβ., ἐκρήγνυμαι, ἐπὶ ἀνέμου, Ἄρατ. 292.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et ao. itér;
1 frapper violemment sur, acc. ; repousser avec force, pousser pour fermer;
2 déchirer (un vêtement) acc..
Étymologie: ἐπί, *ῥήσσω, c. ῥήγνυμι.

English (Autenrieth)

only ipf. iter. ἐπιρρήσσεσκον, drove to, pushed home, Il. 24.454, 456. (Il.)

Greek Monolingual

ἐπιρρήσω ιων. και επικ. τ. αντί ἐπιρράσσω (Α)
1. τραβώ με τη βία και κλείνω («θύρην δ’ ἔχε μοῡνος ἐπιβλής εἰλάτινος, τὸν τρεῑς μὲν ἐπιρρήσσεσκον..., τρεῖς δ’ ἀναοίγεσκον μεγάλην κληῑδα θυράων», Ομ. Ιλ.)
2. (για άνεμο) (αμτβ.) ορμώ βίαια, ξεσπώ
3. (για άνεμο) (με αιτ.) εφορμώ εναντίον, παρασύρω ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. και ιων. τ. αντί επιρράσσω < επί + ράσσω «χτυπώ, καταβάλλω»].