άμπελος: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(3)
(No difference)

Revision as of 06:51, 29 September 2017

Greek Monolingual

η (Α ἄμπελος)
ονομασία φυτών της οικογένειας τών Αμπελιδιδών νεοελλ.
1. το κλήμα που παράγει σταφύλια, το αμπελόκλημα
2. συστάδα από κλήματα, αμπέλι, αμπελώνας
3. γλυπτό ή ζωγραφικό κόσμημα στον ναό, που εικονίζει σταφυλοφόρο κλήμα
4. (στην εκκλησιαστική γλώσσα) το σύνολο τών χριστιανών
αρχ.
επικρατεί η πρώτη σημασία, μεταγενέστερα προστέθηκε η δεύτερη
φρ. «ἀμπέλου δρόσος» το κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. για σημασιολογικούς λόγους ανήκει πιθ. σε μεσογειακό προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα.
ΠΑΡ. αμπελουργός, αμπελών
αρχ.
ἀμπελικός, ἀμπέλινος, ἀμπέλιον, ἀμπελίς, ἀμπελίτικος, ἀμπελῖτις, ἀμπελόεις
νεοελλ.
αμπελιανός, αμπελίτης, αμπελοειδή, αμπέλοψις, αμπελώνας
ΣΥΝΘ. Ως α' συνθ. αμπελοφύλαξ, αμπελόφυλλο(ν), αμπελόφυτος
αρχ.
ἀμπελάνθη, ἀμπελογενής, ἀμπελομιξία, ἀμπελοτόμος, ἀμπελοτρόφος, ἀμπελοφάγος, ἀμπελοφόρος
μσν.
ἀμπελεργάτης, ἀμπελοκομία, ἀμπελοκλαδής, ἀμπελότοπος
νεοελλ.
αμπελόβιος, αμπελογνωσία, αμπελογνώστης, αμπελογραφία, αμπελοδάφνη, αμπελοθεραπεία, αμπελοκαλλιέργεια, αμπελόκισσος, αμπελοκτηματίας, αμπελοκτήμονας, αμπελόμορφος, αμπελοποιία, αμπελοσίκυος, αμπελοφθόρος, αμπελοφυτεία. Ως β' συνθ. ευάμπελος, κατάμπελος, μισάμπελος, ολιγάμπελος, ορθάμπελος, πολυάμπελος, υπάμπελος, φιλάμπελος, χερσάμπελος].