αὐχμός: Difference between revisions
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(big3_8) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[sequía]] ἔν τε τοῖς αὐχμοῖς ... ξηραινομένην (τὴν γῆν) Arist.<i>Mete</i>.365<sup>b</sup>9 (= Anaximen.A 21), καίριον αὐχμὸν ἀνθρώποις Emp.B 111.6, εἰ μὴ ἐθελήσει σφι ὕειν ὁ θεὸς ἀλλ' αὐχμῷ διαχρᾶσθαι Hdt.2.13, cf. 4.198, ἐν ... αὐχμοῖσι πυρετοὶ ... γίνονται Hp.<i>Aph</i>.3.7, ὑπὸ αὐχμῶν καὶ ἀνυδρίης Hp.<i>Aër</i>.12, cf. <i>Epid</i>.1.1, Th.1.23, E.<i>Fr</i>.898.8, ἀμπέλους φυλάξομεν ὥστε μήτ' αὐχμὸν πιέζειν Ar.<i>Nu</i>.1120, cf. Isoc.10.14, τῶν ὄμβρων καὶ τῶν αὐχμῶν ... ὁ Ζεὺς ταμίας ἐστίν Isoc.11.13, cf. Pl.<i>Ax</i>.368c, X.<i>Oec</i>.5.18, Plb.36.17.2, Plu.2.733d, τὰς σβεννυούσας ... τὸν αὐχμὸν ... ἀναθυμιάσεις Eudox.<i>Fr</i>.296, ἔστιν ὁ αὐ. ὅταν πλείων ἡ [[ἀναθυμίασις]] ἡ ξηρὰ γίγνηται τῆς ὑγρᾶς Arist.<i>Mete</i>.366<sup>b</sup>8, αὐχμοῦ ... ὄντος μέλι ἐργάζονται Arist.<i>HA</i> 553<sup>b</sup>20, cf. Arist.<i>HA</i> 601<sup>a</sup>127, Philem.92.11, <i>PTeb</i>.769.9 (III a.C.), Plu.2.409b, <i>Num</i>.13, αὐχμὸν καὶ λιμόν D.S.4.61, cf. Phld.<i>Acad.Ind</i>.24.6, Ph.2.122, ἄσπορον ... ἀπήλασας αὐχμὸν ἀρούρης Nonn.<i>D</i>.39.139<br /><b class="num">•</b>fig. ret. [[aridez]] τὸν ἐπιδεικτικὸν αὐχμοῦ μεστὸν εἶναι καὶ πίνου D.H.<i>Dem</i>.44.<br /><b class="num">2</b> [[polvo]] αὐχμῷ πινώδης Lyc.975<br /><b class="num">•</b>[[suciedad]] μεστὰς αὐχμοῦ τε καὶ κόνεως Pl.<i>R</i>.614d, cf. <i>Lyr.Adesp</i>.119.14, αὐχμὸν ἀποσμήξας ἐπεκόσμεεν οἴνοπι πέπλῳ Nonn.<i>D</i>.20.12<br /><b class="num">•</b>[[desaliño]] Arr.<i>Epict</i>.3.22.89<br /><b class="num">•</b>fig. [[pobreza]], [[miseria]] αὐ. ... τῶν σκευαρίων μ' ἀπώλεσεν Ar.<i>Pl</i>.839, αὐ. τις τῆς σοφίας γέγονεν Pl.<i>Men</i>.70c.<br /><b class="num">3</b> [[sed]] D.Chr.7.152<br /><b class="num">•</b>[[consunción]] οἱ ὄγκοι ... αὐχμῷ δοθέντες ἐς κόνιν διαλύονται D.C.48.51.4.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. dud. Se rel. gener. c. [[αὖος]] q.u., c. diversos alargamientos. | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[sequía]] ἔν τε τοῖς αὐχμοῖς ... ξηραινομένην (τὴν γῆν) Arist.<i>Mete</i>.365<sup>b</sup>9 (= Anaximen.A 21), καίριον αὐχμὸν ἀνθρώποις Emp.B 111.6, εἰ μὴ ἐθελήσει σφι ὕειν ὁ θεὸς ἀλλ' αὐχμῷ διαχρᾶσθαι Hdt.2.13, cf. 4.198, ἐν ... αὐχμοῖσι πυρετοὶ ... γίνονται Hp.<i>Aph</i>.3.7, ὑπὸ αὐχμῶν καὶ ἀνυδρίης Hp.<i>Aër</i>.12, cf. <i>Epid</i>.1.1, Th.1.23, E.<i>Fr</i>.898.8, ἀμπέλους φυλάξομεν ὥστε μήτ' αὐχμὸν πιέζειν Ar.<i>Nu</i>.1120, cf. Isoc.10.14, τῶν ὄμβρων καὶ τῶν αὐχμῶν ... ὁ Ζεὺς ταμίας ἐστίν Isoc.11.13, cf. Pl.<i>Ax</i>.368c, X.<i>Oec</i>.5.18, Plb.36.17.2, Plu.2.733d, τὰς σβεννυούσας ... τὸν αὐχμὸν ... ἀναθυμιάσεις Eudox.<i>Fr</i>.296, ἔστιν ὁ αὐ. ὅταν πλείων ἡ [[ἀναθυμίασις]] ἡ ξηρὰ γίγνηται τῆς ὑγρᾶς Arist.<i>Mete</i>.366<sup>b</sup>8, αὐχμοῦ ... ὄντος μέλι ἐργάζονται Arist.<i>HA</i> 553<sup>b</sup>20, cf. Arist.<i>HA</i> 601<sup>a</sup>127, Philem.92.11, <i>PTeb</i>.769.9 (III a.C.), Plu.2.409b, <i>Num</i>.13, αὐχμὸν καὶ λιμόν D.S.4.61, cf. Phld.<i>Acad.Ind</i>.24.6, Ph.2.122, ἄσπορον ... ἀπήλασας αὐχμὸν ἀρούρης Nonn.<i>D</i>.39.139<br /><b class="num">•</b>fig. ret. [[aridez]] τὸν ἐπιδεικτικὸν αὐχμοῦ μεστὸν εἶναι καὶ πίνου D.H.<i>Dem</i>.44.<br /><b class="num">2</b> [[polvo]] αὐχμῷ πινώδης Lyc.975<br /><b class="num">•</b>[[suciedad]] μεστὰς αὐχμοῦ τε καὶ κόνεως Pl.<i>R</i>.614d, cf. <i>Lyr.Adesp</i>.119.14, αὐχμὸν ἀποσμήξας ἐπεκόσμεεν οἴνοπι πέπλῳ Nonn.<i>D</i>.20.12<br /><b class="num">•</b>[[desaliño]] Arr.<i>Epict</i>.3.22.89<br /><b class="num">•</b>fig. [[pobreza]], [[miseria]] αὐ. ... τῶν σκευαρίων μ' ἀπώλεσεν Ar.<i>Pl</i>.839, αὐ. τις τῆς σοφίας γέγονεν Pl.<i>Men</i>.70c.<br /><b class="num">3</b> [[sed]] D.Chr.7.152<br /><b class="num">•</b>[[consunción]] οἱ ὄγκοι ... αὐχμῷ δοθέντες ἐς κόνιν διαλύονται D.C.48.51.4.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. dud. Se rel. gener. c. [[αὖος]] q.u., c. diversos alargamientos. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[αὐχμός]], ο και [[αὐχμή]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[ξηρασία]], [[ανομβρία]]<br /><b>2.</b> [[έλλειψη]], [[απουσία]]<br /><b>3.</b> τα αποτελέσματα της ξηρασίας, [[τραχύτητα]]<br /><b>4.</b> (για το ύφος) [[στεγνότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[αυχμός]] συνδέεται με τα [[αύος]], <i>αύω</i> μέσω ενός επιθηματικού στοιχείου -<i>χμ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[νεοχμός]]), [[κατά]] μία [[άποψη]] δε ανάγεται πιθ. σε τ. <i>sauks</i>-<i>mos</i> <span style="color: red;"><</span> <i>sausk</i>-<i>mos</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>śuska</i>-) Ο όρος [[αυχμός]] απαντά στον Εμπεδοκλή, τον Ηρόδοτο και στην Ιωνική-Αττική με [[σημασία]] «[[ξηρασία]]», από την οποία στον Πλάτωνα προέκυψε η [[έννοια]] «της ρυπαρότητας». Η λ. έχει παράλληλο μεταγενέστερο τ. <i>αυχμή</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αυχμηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αυχμώ]], [[αυχμώδης]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A drought, Emp.111.6, Hdt.2.13,4.198, Hp.Aph.3.7: in pl., Th.1.23, Isoc.9.14, Plu.Num.13: metaph., ὥσπερ αὐχμός τις τῆς σοφίας drought, dearth of... Pl.Men.70c; so perh. αὐχμὸς τῶν σκευαρίων Ar.Pl.839. 2 effects of drought, squalor, μεστὰς αὐχμοῦ τε καὶ κόνεως Pl.R.614d. 3 of style, dryness, meagreness, D.H.Dem. 44. 4 thirst, D.Chr.7.152. (Perh. akin to αὖος.)
German (Pape)
[Seite 405] ὁ, 1) Trockenheit, Dürre, Her. 1, 13. 4, 198; Ar. Nubb. 1104, entgeggstzt ἐπομβρία; Unfruchtbarkeit; übertr., σοφίας Plat. Men. 70 c; im plur. Thuc. 1, 23 Isocr. 9, 14. 11, 13; Plut. Num. 13. – 2) das Aussehen der von der Dürre geborstenen od. staubigen Erde, übh. Schmutz, verwildertes Ansehen, αὐχμὸς καὶ κόνις Plat. Rep. X, 614 d; Armuth, τινός Ar. Plut. 839.
Greek (Liddell-Scott)
αὐχμός: ὁ, (αὔω) ξηρασία, Ἡρόδ. 2. 13., 4. 198, Ἱππ. Ἀφ. 1247· ἐν τῷ πληθ., Θουκ. 1. 23, Ἰσοκρ. 191D: ― μεταφ., ὥσπερ αὐχμός τις τῆς σοφίας, ξηρασία, σπάνις, Πλάτ. Μένων 70C· καὶ οὕτως ἴσως αὐχμὸς τῶν σκευαρίων Ἀριστοφ. Πλ. 839. 2) τὰ ἀποτελέσματα τῆς ξηρασίας, ξηρότης, τραχύτης, ῥυπαρία, μεστὰς αὐχμοῦ τε καὶ κόνεως Πλάτ. Πολ. 614D. 3) ἐπὶ ὕφους, ξηρότης, ἰσχνότης, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 44.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
sécheresse.
Étymologie: αὕω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 sequía ἔν τε τοῖς αὐχμοῖς ... ξηραινομένην (τὴν γῆν) Arist.Mete.365b9 (= Anaximen.A 21), καίριον αὐχμὸν ἀνθρώποις Emp.B 111.6, εἰ μὴ ἐθελήσει σφι ὕειν ὁ θεὸς ἀλλ' αὐχμῷ διαχρᾶσθαι Hdt.2.13, cf. 4.198, ἐν ... αὐχμοῖσι πυρετοὶ ... γίνονται Hp.Aph.3.7, ὑπὸ αὐχμῶν καὶ ἀνυδρίης Hp.Aër.12, cf. Epid.1.1, Th.1.23, E.Fr.898.8, ἀμπέλους φυλάξομεν ὥστε μήτ' αὐχμὸν πιέζειν Ar.Nu.1120, cf. Isoc.10.14, τῶν ὄμβρων καὶ τῶν αὐχμῶν ... ὁ Ζεὺς ταμίας ἐστίν Isoc.11.13, cf. Pl.Ax.368c, X.Oec.5.18, Plb.36.17.2, Plu.2.733d, τὰς σβεννυούσας ... τὸν αὐχμὸν ... ἀναθυμιάσεις Eudox.Fr.296, ἔστιν ὁ αὐ. ὅταν πλείων ἡ ἀναθυμίασις ἡ ξηρὰ γίγνηται τῆς ὑγρᾶς Arist.Mete.366b8, αὐχμοῦ ... ὄντος μέλι ἐργάζονται Arist.HA 553b20, cf. Arist.HA 601a127, Philem.92.11, PTeb.769.9 (III a.C.), Plu.2.409b, Num.13, αὐχμὸν καὶ λιμόν D.S.4.61, cf. Phld.Acad.Ind.24.6, Ph.2.122, ἄσπορον ... ἀπήλασας αὐχμὸν ἀρούρης Nonn.D.39.139
•fig. ret. aridez τὸν ἐπιδεικτικὸν αὐχμοῦ μεστὸν εἶναι καὶ πίνου D.H.Dem.44.
2 polvo αὐχμῷ πινώδης Lyc.975
•suciedad μεστὰς αὐχμοῦ τε καὶ κόνεως Pl.R.614d, cf. Lyr.Adesp.119.14, αὐχμὸν ἀποσμήξας ἐπεκόσμεεν οἴνοπι πέπλῳ Nonn.D.20.12
•desaliño Arr.Epict.3.22.89
•fig. pobreza, miseria αὐ. ... τῶν σκευαρίων μ' ἀπώλεσεν Ar.Pl.839, αὐ. τις τῆς σοφίας γέγονεν Pl.Men.70c.
3 sed D.Chr.7.152
•consunción οἱ ὄγκοι ... αὐχμῷ δοθέντες ἐς κόνιν διαλύονται D.C.48.51.4.
• Etimología: Etim. dud. Se rel. gener. c. αὖος q.u., c. diversos alargamientos.
Greek Monolingual
αὐχμός, ο και αὐχμή, η (Α)
1. ξηρασία, ανομβρία
2. έλλειψη, απουσία
3. τα αποτελέσματα της ξηρασίας, τραχύτητα
4. (για το ύφος) στεγνότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αυχμός συνδέεται με τα αύος, αύω μέσω ενός επιθηματικού στοιχείου -χμ- (πρβλ. νεοχμός), κατά μία άποψη δε ανάγεται πιθ. σε τ. sauks-mos < sausk-mos (πρβλ. αρχ. ινδ. śuska-) Ο όρος αυχμός απαντά στον Εμπεδοκλή, τον Ηρόδοτο και στην Ιωνική-Αττική με σημασία «ξηρασία», από την οποία στον Πλάτωνα προέκυψε η έννοια «της ρυπαρότητας». Η λ. έχει παράλληλο μεταγενέστερο τ. αυχμή.
ΠΑΡ. αυχμηρός
αρχ.
αυχμώ, αυχμώδης].