ἄφωνος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(T22)
(7)
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἁφῶν ([[φωνή]]), [[voiceless]], [[dumb]]; [[without]] the [[faculty]] of [[speech]]; used of idols, τοσαῦτα γένη φωνῶν καί [[οὐδέν]] αὐτῶν (L T Tr WH [[omit]] αὐτῶν) ἄφωνον, i. e. [[there]] is no [[language]] [[destitute]] of the [[power]] of [[language]] (R. V. [[text]] no [[kind]] (of [[voice]]) is [[without]] [[signification]]) (cf. the phrases [[βίος]] [[ἀβίωτος]] a [[life]] [[unworthy]] of the [[name]] of [[life]], [[χάρις]] [[ἄχαρις]]). used of [[one]] [[that]] is [[patiently]] [[silent]] or [[dumb]]: [[ἀμνός]], [[Pindar]], [[Aeschylus]] [[down]].)  
|txtha=ἁφῶν ([[φωνή]]), [[voiceless]], [[dumb]]; [[without]] the [[faculty]] of [[speech]]; used of idols, τοσαῦτα γένη φωνῶν καί [[οὐδέν]] αὐτῶν (L T Tr WH [[omit]] αὐτῶν) ἄφωνον, i. e. [[there]] is no [[language]] [[destitute]] of the [[power]] of [[language]] (R. V. [[text]] no [[kind]] (of [[voice]]) is [[without]] [[signification]]) (cf. the phrases [[βίος]] [[ἀβίωτος]] a [[life]] [[unworthy]] of the [[name]] of [[life]], [[χάρις]] [[ἄχαρις]]). used of [[one]] [[that]] is [[patiently]] [[silent]] or [[dumb]]: [[ἀμνός]], [[Pindar]], [[Aeschylus]] [[down]].)  
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄφωνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[φωνή]], [[άλαλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν βγάζει [[φωνή]], που σωπαίνει<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> (<b>ο πληθ. ουδ. ως ουσ.</b>) <i>τα άφωνα</i><br />τα [[κλειστά]] σύμφωνα της Ελληνικής, ειδικότερα αυτά που παριστάνονται με τα γράμματα π, τ, κ / β, γ, δ / φ, θ, χ<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) ο [[ανίκανος]] να μιλήσει ή να προφέρει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει αδύνατη [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φωνή]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγριόφωνος]], [[βαρβαρόφωνος]], [[ημίφωνος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Revision as of 07:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφωνος Medium diacritics: ἄφωνος Low diacritics: άφωνος Capitals: ΑΦΩΝΟΣ
Transliteration A: áphōnos Transliteration B: aphōnos Transliteration C: afonos Beta Code: a)/fwnos

English (LSJ)

ον, (φωνή)

   A voiceless, dumb, Thgn.669, Hdt.1.85, D.18.191; ῥήτωρ Antiph.196.14; κακὸν ἄ. Com.Adesp.8 D.; stronger than ἄναυδος (q.v.), Hp.Epid. 3.17.γ; εἴδωλα 1 Ep.Cor.12.2; unable to speak, of a child, Sapph.118: c.gen., ἄ. τῆσδε τῆς ἀρᾶς unable to utter it, S.OC865. Adv.-νωςib.131 (lyr.): neut. pl. as Adv., ἄφωνα σημανοῦσιν . . ὡς . . A.Pers.819.    2 with a poor voice, τραγῳδός D.T.631.21.    3 intestate, Tab.Heracl.1.151.    4 ἄφωνα (sc. γράμματα, στοιχεῖα) consonants, ἄ. καὶ φωνοῦντα (fort. ἄ. φωνήεντα) E.Fr.578.2; τοῖς ἄλλοις φωνήεσί τε καὶ ἄ. Pl.Cra.393e; τὸ σῖγμα τῶν ἀ. ἐστί Id.Tht.203b: but esp. of mutes, τὰ ἄφθογγα καὶ ἄ. Id.Phlb.18c, cf. Cra.424c; opp. ἡμίφωνα, Arist. Po.1456b28, cf. Phld.Po.2.16, Herc.994.28, D.H.Comp.14, D.T.631.20, S.E.M.1.102.

German (Pape)

[Seite 416] (φωνή), 1) sprachlos, stumm, Pind. P. 9, 101; Aesch. P. 815 u. Folgde; auch in Prosa von Her. 1, 85 an nicht selten. In tabula Heracl. = ohne Testament. – 2) τὰ ἄφωνα, sc. γράμματα, die stummen Buchstaben, Consonanten, Plat. Theaet. 203 b; den φωνήεντα, Vocalen entgeggstzt Crat. 893 d. – Adv. ἀφώνως, stumm, Soph. O. C. 131.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφωνος: -ον, (φωνὴ) ὁ στερούμενος φωνῆς, ἄλαλος, βωβός, σιωπῶν, Θέογν. 669, Ἡρόδ. 1. 85, πρβλ. Δημ. 292. 6· ῥήτωρ Ἀντιφάν. ἐν «Σαπφοῖ» 1. 14· ἐντονώτερον τοῦ ἄναυδος (ὅ ἴδε), Ἱππ. Ἐπιδημ. το Γ΄, 1098· μετὰ γεν., ἄφ. τῆσδε τῆς ἀρᾶς, μὴ δυνάμενος νὰ προφέρῃ αὐτήν, Σοφ. Ο. Κ. 865: ― Ἐπίρρ. -νως, αὐτόθι 131· ὡσαύτως οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ἄφωνα σημανοῦσιν… ὡς… Αἰσχύλ. Πέρσ. 819. 2) ἄφωνα (ἐνν. γράμματα), τὰ σύμφωνα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ φωνοῦντα ἤ φωνήεντα· ― ἄφωνα καὶ φωνοῦντα Εὐρ. Ἀποσπ. 582· τοῖς… ἄλλοις φωνήεσί τε καὶ ἀφώνοις Πλάτ. Κρατ. 393D· ἀλλ’ ἐν Φιλήβῳ 18C, ὁ Πλάτ. φαίνεται διαιρῶν τὰ σύμφωνα εἰς ἄφωνα καὶ ἄφθογγα· ἄφθογγα δὲ εἶναι τὰ παρ’ ἡμῖν ἄφωνα, καὶ ἄφωνα τὰ παρ’ ἡμῖν ἡμίφωνα (φωνήεντα μὲν οὔ, οὐ μέντοι γε ἄφθογγα), πρβλ. Κρατ. 424C· οὕτως ὁ Ἀριστ. (Ποιητ. 20, 3) διαιρεῖ τὰ γράμματα εἰς φωνήεντα, ἡμίφωνα καὶ ἄφωνα, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14· βραδύτερον ἐπεκράτησεν ὡς τὸ γενικὸν ὄνομα γιὰ τὰ μὴ φωνήεντα ἡ λέξις σύμφωνα

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans voix, muet, silencieux : ἄφωνος ἀρᾶς SOPH incapable de prononcer une imprécation ; adv. • ἄφωνα ESCHL sans parler ; t. de gramm. τὰ ἄφωνα (γράμματα) les consonnes, particul. les occlusives.
Étymologie: ἀ, φωνή.

English (Slater)

ᾰφωνος, -ον
   1 in silence, silent ἄφωνοί θ' ὣς ἕκασται φίλτατον παρθενικαὶ πόσιν ἢ υἱὸν εὔχοντ, ὦ Τελεσίκρατες, ἔμμεν (P. 9.98)

Spanish (DGE)

-ον
I 1callado, silencioso παρθηνικαί Pi.P.9.98, cf. S.Ai.171, de personajes en el teatro ἄ. ἐκ Τεγέας εἰς Μυσίαν Arist.Po.1460a32, cf. Alex.178, ἄ. δικαστὴς ... οὐκ ἄν ποτε δ' ἱκανὸς γένοιτο Pl.Lg.766d, ὑπὸ λύπης I.AI 6.337, cf. Charito 1.1.14, ὡς μὴ ... ἄ. εἴην ... ὥσπερ κωμικὸν δορυφόρημα κεχηνὼς σιωπῇ παραφεροίμην Luc.Hist.Cons.4, ἀφώνου ... ἐν ταῖς ἐκκλησίαις καθημένου D.18.191, cf. 25.47, ἕστασαν ἄφωνοι πάντες Plb.20.10.9, ἀφωνότατον ἐκάθισε τὸν πολυφωνότατον χρησμολόγον Anon.Mirac.Thecl.1.16
reducido al silencio, silenciado ἄ. χρημοσύνῃ mudo por la necesidad Thgn.669, cf. S.OC 865, Plu.2.59f, δικαστήρια φαῦλα καὶ ἄφωνα Pl.Lg.876b, cf. Ath.213d, ῥήξει αὐτοὺς ἀφώνους LXX Sap.4.19
fig. γράμμασιν τελευτᾶν ἀφώνους generaciones que desaparecen sin expresarse por escrito Pl.Ti.23c.
2 mudo patológicamente παῖς ἄ. Hdt.1.84 (bis), IG 4.951.41 (Epidauro IV a.C.), medic. como síntoma grave al que le sobreviene un ataque epiléptico, Hp.Morb.Sacr.7.1, cf. Epid.1.26.1, Coac.1, εἴθ' ἦν ἄφωνον σπέρμα ... βροτῶν en rel. c. los abusos de la retórica, E.Fr.987, cf. Ar.Nu.1320, πῶς γὰρ γένοιτ' ἂν ... ῥήτωρ ἄ.; Antiph.196.2, διὰ τὴν θείαν ἐνέργειαν ἄ. LXX 2Ma.3.29.
3 de anim. privado de su voz propia ἄφωνα ποιοῦντα por medio de mutilaciones, Aen.Tact.23.2, por motivos mágicos o misteriosos κύνας ... ἀφώνο[υς ἵσ] τησι PMag.1.117, cf. Ael.NA 5.9, LXX Is.53.7, como característica de ciertos anim. τῶν ζῴων τὰ μὲν ἄφωνα τὰ δὲ φωνήεντα Arist.HA 488a32, cf. 593b10, ἰχθύες Arist.de An.421a4, de un burro ἄ. ἐν ἀνθρώπου φωνῇ 2Ep.Petr.2.16.
4 de inanimados mudo, carente de voz ἄ. ἔοισα de una estela votiva AP 6.269.1 (Sapph.), cf. 7.47, GVI 1184.1 (Sebastópolis II/III d.C.), ἐς τοὺς ἀφώνους μάρτυρας φεύγεις de las paredes, E.Hipp.1076, εἴδωλα 1Ep.Cor.12.2.
5 con poca o mala voz, afónico τραγῳδός D.T.631.21.
6 que no ha emitido su última voluntad, intestado, TEracl.1.151.
II 1incomprensible, sin sentido ἐκ Δελφῶν δ' ἔχων ἥκει τι κακὸν ἄφωνον viene de Delfos con algo malo e incomprensible Pl.Com.212, τοσαῦτα ... γένη φωνῶν εἰσιν ἐν κόσμῳ, καὶ οὐδὲν ἄφωνον tantas clases de lenguas hay en el mundo y ninguna sin sentido, 1Ep.Cor.14.10.
2 impronunciable sin ayuda de vocal, subst. τὸ ἄφωνον consonante ἄφωνα καὶ φωνήεντα E.Fr.578.2, cf. Pl.Cra.393e, Arist.Metaph.1041b17, Mu.396b18, HA 535a32, Phld.Po.A.32.10, Plu.2.613e, τὸ σῖγμα τῶν ἀφώνων ἐστί Pl.Tht.203b
muda, oclusiva como una tercera clase, Pl.Cra.424c, Phlb.18cbis, Arist.Po.1456b28, Diog.Bab.Stoic.3.213, D.T.631.21, D.H.Comp.14.3, cf. 22, S.E.M.1.102, op. τὸ ὑγρόν Heph.1.3.
III adv. -ως sin voz S.OC 131.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and φωνή; voiceless, i.e. mute (by nature or choice); figuratively, unmeaning: dumb, without signification.

English (Thayer)

ἁφῶν (φωνή), voiceless, dumb; without the faculty of speech; used of idols, τοσαῦτα γένη φωνῶν καί οὐδέν αὐτῶν (L T Tr WH omit αὐτῶν) ἄφωνον, i. e. there is no language destitute of the power of language (R. V. text no kind (of voice) is without signification) (cf. the phrases βίος ἀβίωτος a life unworthy of the name of life, χάρις ἄχαρις). used of one that is patiently silent or dumb: ἀμνός, Pindar, Aeschylus down.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄφωνος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει φωνή, άλαλος
2. αυτός που δεν βγάζει φωνή, που σωπαίνει
3. γραμμ. (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άφωνα
τα κλειστά σύμφωνα της Ελληνικής, ειδικότερα αυτά που παριστάνονται με τα γράμματα π, τ, κ / β, γ, δ / φ, θ, χ
αρχ.
1. (για πρόσωπα) ο ανίκανος να μιλήσει ή να προφέρει κάτι
2. αυτός που έχει αδύνατη φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -φωνος < φωνή (πρβλ. αγριόφωνος, βαρβαρόφωνος, ημίφωνος κ.ά.)].