δάσκιος: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(big3_10) |
(8) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[de espesas sombras]], [[umbrío]], [[tupido]], [[espeso]] ὕλη <i>Od</i>.5.470, B.11.93, Mosch.5.7, Opp.<i>C</i>.2.73, 530, 3.391, 4.1, Colluth.193, 224, 356, Nonn.<i>D</i>.10.175, 20.279, cf. Hsch., ὄρη Semon.13.1, Pi.<i>N</i>.6.43, Ar.<i>Th</i>.997, E.<i>Ba</i>.218, γενειάς A.<i>Pers</i>.316, S.<i>Tr</i>.13, cf. <i>AP</i> 15.24.2 (Simm.), [[ἕλος]] A.R.2.1283, Ἴδη Triph.324, [[ἄλσος]] <i>AP</i> 9.669 (Marian.), <i>IG</i> 5(1).455.1, οὔρεα <i>Epigr.Anat</i>.25.1995.66 (Bitinia II a.C.)<br /><b class="num">•</b>fig. [[sombrío]], [[oscuro]] πραπίδων δάσκιοι ... πόροι A.<i>Supp</i>.94, κατὰ δάσκιον ὄψιν bajo el aspecto sombrío (a causa de la barba)</i> <i>AP</i> 11.368 (Iul.Antec.). • DMic.: <i>da-zo</i> (?).<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De δα-σκιος, c. el prefijo aumentativo δα- (alteración de eol. ζα- < δια-), que aparece en [[δαφοινός]] y quizá en [[δασπλῆτις]] qq.u., o quizá de δασυ-σκ- c. haplol.; para el segundo término, cf. σκιά. | |dgtxt=-ον<br />[[de espesas sombras]], [[umbrío]], [[tupido]], [[espeso]] ὕλη <i>Od</i>.5.470, B.11.93, Mosch.5.7, Opp.<i>C</i>.2.73, 530, 3.391, 4.1, Colluth.193, 224, 356, Nonn.<i>D</i>.10.175, 20.279, cf. Hsch., ὄρη Semon.13.1, Pi.<i>N</i>.6.43, Ar.<i>Th</i>.997, E.<i>Ba</i>.218, γενειάς A.<i>Pers</i>.316, S.<i>Tr</i>.13, cf. <i>AP</i> 15.24.2 (Simm.), [[ἕλος]] A.R.2.1283, Ἴδη Triph.324, [[ἄλσος]] <i>AP</i> 9.669 (Marian.), <i>IG</i> 5(1).455.1, οὔρεα <i>Epigr.Anat</i>.25.1995.66 (Bitinia II a.C.)<br /><b class="num">•</b>fig. [[sombrío]], [[oscuro]] πραπίδων δάσκιοι ... πόροι A.<i>Supp</i>.94, κατὰ δάσκιον ὄψιν bajo el aspecto sombrío (a causa de la barba)</i> <i>AP</i> 11.368 (Iul.Antec.). • DMic.: <i>da-zo</i> (?).<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De δα-σκιος, c. el prefijo aumentativo δα- (alteración de eol. ζα- < δια-), que aparece en [[δαφοινός]] y quizá en [[δασπλῆτις]] qq.u., o quizá de δασυ-σκ- c. haplol.; para el segundo término, cf. σκιά. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δάσκιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> με πυκνή [[σκιά]] («[[δάσκιος]] ὕλη» — σκιερό, πυκνό [[δάσος]])<br /><b>2.</b> [[δασώδης]] («δάσκια ὄρη»)<br /><b>3.</b> (για τα γένια) «δάσκιον [[γενειάδα]]» — τα [[μακριά]], [[πυκνά]] του γένια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για σύνθετη λ. με α' συνθετικό το επιτατικό [[πρόθεμα]] <i>δα</i>- και β' συνθετικό τη [[λέξη]] [[σκιά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (δα-, δκιά)
A thick-shaded, bushy, ὕλη Od.5.470, B.10.93, etc.; ὄρη E.Ba.218; γενειάς A.Pers.316, S.Tr.13.
German (Pape)
[Seite 523] sehr schattig, schattenreich, von σκιά und δα – = ζα – = διά, vgl. δαφοινός. Bei Homer zweimal: δάσκι ος ὕλη Versende Iliad 15, 273, δάσκιον ὕλην Versende Odyss. 5, 470. – Folgende: ὄρη Eur. Bacch. 218; Ar. Th. 998; übertr., dicht, γενειάς Aesch. Pers. 316; Soph. Tr. 13.
Greek (Liddell-Scott)
δάσκῐος: -ον, (δα-, σκιὰ) πυκνόσκιος, θαμνώδης, δρυμώδης, δασώδης, ὕλη Ὀδ. Ε. 470, κτλ.· ὄρη Εὐρ. Βάκχ. 218· ἐπὶ πώγωνος, Αἰσχ. Πέρσ. 316, Σοφ. Τρ. 13· πρβλ. δαυλός.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 aux ombrages épais (forêt);
2 p. anal. couvert de barbe.
Étymologie: δα-, σκιά.
English (Autenrieth)
(σκιά): thick-shaded, Il. 15.273 and Od. 5.470.
English (Slater)
δάσκιος
1 shady δασκίοις Φλειοῦντος ὑπ' ὠγυγίοις ὄρεσιν (N. 6.43) ἐν δασκίοισιν πατήρ fr. 177e. ]δασκιον[ P. Oxy. 2445. fr. 12.
Spanish (DGE)
-ον
de espesas sombras, umbrío, tupido, espeso ὕλη Od.5.470, B.11.93, Mosch.5.7, Opp.C.2.73, 530, 3.391, 4.1, Colluth.193, 224, 356, Nonn.D.10.175, 20.279, cf. Hsch., ὄρη Semon.13.1, Pi.N.6.43, Ar.Th.997, E.Ba.218, γενειάς A.Pers.316, S.Tr.13, cf. AP 15.24.2 (Simm.), ἕλος A.R.2.1283, Ἴδη Triph.324, ἄλσος AP 9.669 (Marian.), IG 5(1).455.1, οὔρεα Epigr.Anat.25.1995.66 (Bitinia II a.C.)
•fig. sombrío, oscuro πραπίδων δάσκιοι ... πόροι A.Supp.94, κατὰ δάσκιον ὄψιν bajo el aspecto sombrío (a causa de la barba) AP 11.368 (Iul.Antec.). • DMic.: da-zo (?).
• Etimología: De δα-σκιος, c. el prefijo aumentativo δα- (alteración de eol. ζα- < δια-), que aparece en δαφοινός y quizá en δασπλῆτις qq.u., o quizá de δασυ-σκ- c. haplol.; para el segundo término, cf. σκιά.
Greek Monolingual
δάσκιος, -ον (Α)
1. με πυκνή σκιά («δάσκιος ὕλη» — σκιερό, πυκνό δάσος)
2. δασώδης («δάσκια ὄρη»)
3. (για τα γένια) «δάσκιον γενειάδα» — τα μακριά, πυκνά του γένια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για σύνθετη λ. με α' συνθετικό το επιτατικό πρόθεμα δα- και β' συνθετικό τη λέξη σκιά.