ὀμφαλόεις: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(Autenrieth) |
(29) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=εσσα, εν: furnished [[with]] an [[ὀμφαλός]] or ὀμφαλοί, bossy, [[studded]], epith. of [[shield]], [[yoke]]. (Il.) | |auten=εσσα, εν: furnished [[with]] an [[ὀμφαλός]] or ὀμφαλοί, bossy, [[studded]], epith. of [[shield]], [[yoke]]. (Il.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀμφαλόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ομφαλό, δηλ. ομφαλοειδή [[προεξοχή]] ή στρογγυλό [[κόσμημα]], ο [[ομφαλωτός]] («ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οἰμωγάς ᾄδων, καὶ ταύτας ὀμφαλοέσσας» — [[αστεϊσμός]] του <b>Αριστοφ.</b> [[κατά]] κωμική [[μεταφορά]] από το «ἀσπίδας ὀμφαλοέσσας»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «συκέης πόσιν ὀμφαλόεσσαν» — αναφέρεται ίσως σε ένα [[είδος]] σύκου, που ονομαζόταν <i>ὀμφάλειος</i>, <b>Νίκ.</b><br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἄρκτον ὀμφαλόεσσαν» — [[χαρακτηρισμός]] της Μεγάλης Αρκτου, της οποίας ο [[αστερισμός]] κατευθύνεται [[προς]] τον ομφαλό του ουρανού, δηλ. [[προς]] τον [[πόλο]], [[προς]] τον πολικό αστέρα, (<b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀμφαλός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θανατ</i>-<i>όεις</i>, <i>ιμερ</i>-<i>όεις</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
εσσα, εν,
A having a navel or boss, ἀσπίδος -οέσσης of the shield with a central boss, Il.6.118, Tyrt.12.25, cf.Ar.Pax1274 ; ζυγὸν-όεν yoke with a knob on the top, Il.24.269, cf. ὀμφαλός 11.2 ; οἰμωγὰς -οέσσας Ar.Pax1278 (by comic transference from ἀσπίδας ὀ. ib. 1274) ; συκέης πόσιν -όεσσαν, prob. referring to a peculiar kind of fig (called ὀμφάλειος by Phot.), Nic.Al.348 ; ἄρκτον-όεσσαν, because pointing to the pole (ὀμφαλός) of the heavens, ib.7.
German (Pape)
[Seite 343] εσσα, εν, mit einem Nabel versehen, genabelt; ἀσπὶς ὀμφαλόεσσα, der Schild, der in der Mitte einen nabelförmigen, nabelrunden Buckel hat, Il. oft, in der Od. 19, 32; Ar. Pax 1240, wo 1244 komisch οἰμωγὰς ᾄδων ὀμφαλοέσσας verbunden ist; eben so ζυγὸν ὀμ φαλόεν, das in der Mitte mit einer buckelförmigen Erhöhung verschene Joch, Il. 24, 269; einzeln bei sp. D., wie Nic. Al. 7 das Gestirn des Bären ἄρκτος ὀμφαλόεσσα nennt, vielleicht weil es am Pol steht.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμφᾰλόεις: εσσα, εν, ὁ ἔχων ὀμφαλὸν ἢ στρογγύλον κόσμημα, Ὅμ. (μάλιστα ἐν τῇ Ἰλ.)· ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης, ἐπὶ τῆς ἀσπίδος τῆς ἐχούσης ἐν τῷ κέντρῳ ὀμφαλὸν ἢ στρογγύλον τι κόσμημα, Ἰλ. Ζ. 118, κτλ.· ζυγὸν ὀμφάλεον, ἔχον ὀμφαλὸν ἢ κόμβον ἐν τῷ μέσῳ, Ω. 269 ἴδε ὀμφαλὸς ΙΙ· - οἰμωγὰς ὀμφαλοέσσας (ἀστεϊσμὸς παρὰ προσδοκίαν) Ἀριστοφ. Εἰρ. 1278· - σύκων πόσιν ὀμφαλόεσσαν, ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 7, πιθαν. ἀναφερόμενον εἰς εἶδός τι σύκου ὅπερ καλεῖται ὀμφάλειος παρὰ Φωτίῳ.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
relevé ou bombé dans son milieu comme un nombril.
Étymologie: ὀμφαλός.
English (Autenrieth)
εσσα, εν: furnished with an ὀμφαλός or ὀμφαλοί, bossy, studded, epith. of shield, yoke. (Il.)
Greek Monolingual
ὀμφαλόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αυτός που έχει ομφαλό, δηλ. ομφαλοειδή προεξοχή ή στρογγυλό κόσμημα, ο ομφαλωτός («ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «οἰμωγάς ᾄδων, καὶ ταύτας ὀμφαλοέσσας» — αστεϊσμός του Αριστοφ. κατά κωμική μεταφορά από το «ἀσπίδας ὀμφαλοέσσας»
3. φρ. «συκέης πόσιν ὀμφαλόεσσαν» — αναφέρεται ίσως σε ένα είδος σύκου, που ονομαζόταν ὀμφάλειος, Νίκ.
3. φρ. «ἄρκτον ὀμφαλόεσσαν» — χαρακτηρισμός της Μεγάλης Αρκτου, της οποίας ο αστερισμός κατευθύνεται προς τον ομφαλό του ουρανού, δηλ. προς τον πόλο, προς τον πολικό αστέρα, (Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφαλός + κατάλ. -όεις (πρβλ. θανατ-όεις, ιμερ-όεις)].