ὀρυμαγδός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
(Autenrieth)
(29)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[loud]] [[noise]], [[din]], [[crash]]; [[often]] of crowds of men, esp. in [[battle]], Od. 24.70, Il. 2.810, Il. 17.740, Od. 9.133; [[also]] of trees felled, [[wood]] thrown [[down]], a [[torrent]], stones, Il. 16.633, Od. 9.235, Il. 21.256, 313.
|auten=[[loud]] [[noise]], [[din]], [[crash]]; [[often]] of crowds of men, esp. in [[battle]], Od. 24.70, Il. 2.810, Il. 17.740, Od. 9.133; [[also]] of trees felled, [[wood]] thrown [[down]], a [[torrent]], stones, Il. 16.633, Od. 9.235, Il. 21.256, 313.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀρυμαγδός]])<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[ισχυρός]] [[κρότος]], [[πολύηχος]] [[δυνατός]] [[θόρυβος]] που προκαλείται από [[πλήθος]] ανθρώπων που εργάζονται ή πολεμούν ή ζώων που τρέχουν εδώ και [[εκεί]], [[οχλοβοή]], [[χαλασμός]] κόσμου («πολὺς δ' ὀρυμαγδὸς ἐπ' αὐτῷ ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θόρυβος]] που προκαλείται από [[δέσμη]] ξύλων τα οποία ρίχνονται [[καταγής]] («ὄβριμον [[ἄχθος]] ὕλης ἀζαλέης», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[θορυβώδης]] [[ήχος]] χειμάρρου που χύνεται από [[βουνό]] ή κωπηλασίας ή τρικυμισμένης θάλασσας<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> όγκος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. με [[επίθημα]] -<i>δος</i> (<b>πρβλ.</b> [[άραδος]], [[κέλαδος]], [[χρόμαδος]]). Το θ. [[αλλά]] και η σημ. της λέξης οδηγούν στη [[σύνδεση]] της με την [[οικογένεια]] τών [[ἐρεύγομαι]] (II) «[[μουγκρίζω]], [[βρυχώμαι]]» και [[ὠρύομαι]]. Η [[σύνδεση]] αυτή φαίνεται πιο [[καθαρά]] στον παράλληλο αθέματο τ. [[ὀρυγμάδες]]<br /><i>θόρυβοι</i> (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ὀρυγ</i>-<i>μός</i>, <b>πρβλ.</b> [[ερύγμηλος]]). Ο τ. [[ὀρυμαγδός]] έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο αρχικό τ. <i>ὀρυγ</i>-<i>αδμός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὀρυγ</i>-<i>άζω</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀρυγ</i>-, με προθεματικό [[φωνήεν]] <i>ο</i>- [[αντί]] τών <i>ε</i>- και <i>ω</i>- τών [[ἐρεύγομαι]] και [[ὠρύομαι]]) με [[αντιμετάθεση]] τών συμφώνων κατ' [[επίδραση]] τών ονομάτων σε -<i>δος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρῠμαγδός Medium diacritics: ὀρυμαγδός Low diacritics: ορυμαγδός Capitals: ΟΡΥΜΑΓΔΟΣ
Transliteration A: orymagdós Transliteration B: orymagdos Transliteration C: orymagdos Beta Code: o)rumagdo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A loud noise, din, as of a throng of men fighting, working, or running about, freq. in Hom. (esp. in Il., 17.424, al.), cf. Hes. Sc.232,401 ; also of men and dogs, Il.10.185; of horses and men, 17.741: not used of voices, but only of inarticulate sounds : hence also δρυτόμων ὀ. the sound of wood-cutters, 16.633 ; ὀρυμαγδὸν ἔθηκε, of the rattling made by throwing a load of wood on the ground, Od. 9.235, cf. Il.21.313 ; of the roar of a raging river, ῥέων μεγάλῳ ὀρυμαγδῷ ib.256 ; of the sea, Simon.51 ; of oars, A. R.4.105.

German (Pape)

[Seite 388] ὁ (vgl. ὠρύω u. ἀράσσω), Geräusch, Lärm, bes. das verworrene Getöse versammelter Heere od. der Kämpfenden; πολὺς δ' ὀρυμαγδὸς ὀρώρει, Il. 2, 810; oft von den in die Schlacht Ziehenden; πολὺς δ' ὀρυμαγδὸς ἐπ' αὐτῷ ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν, 10, 185; δρυτόμων ἀνδρῶν, 16, 633; vom rauschenden Flusse, ῤέων ἕπετο μεγάλῳ ὀρυμαγδῷ, 21, 256, vgl. 313; von dem Getöse, welches der Kyklop macht, indem er das Bündel Holz hinwirft, Od. 9, 235; Hes. Sc. 401.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρῠμαγδός: ὁ, ἰσχυρὸς κρότος, θόρυβος, βοή, οἵα ἡ ἐκ πλήθους ἀνθρώπων μαχομένων, ἐργαζομένων ἢ περιτρεχόντων, συχν. παρ’ Ὁμ. (μάλιστα ἐν τῇ Ἰλ.), Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 232, 401, ὡσαύτως ἐπὶ ἵππων καὶ κυνῶν, Ἰλ. Κ. 185, Ρ. 741. Ἡ λέξις φαίνεται ὅτι δὲν ἦτο ἐν χρήσει ἐπὶ ἰσχυρῶν φωνῶν ἀλλὰ μόνον ἐπὶ συγκεχυμένων ἀνάρθρων ἤχων· ἐντεῦθεν καὶ ὀρυμαγδὸς δρυτόμων, ὁ κρότος, ὁ κτύπος τῶν ξυλοκόπων, Ἰλ. Π. 633· ὀρυμαγδὸν ἔθηκε, ἐπὶ τοῦ κρότου ὃν παράγει δέσμη ξύλων ῥιπτομένων κατὰ γῆς, Ὀδ. Ι. 235, πρβλ. Ἰλ. Φ. 313· ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν παράγει ὁ ἐκ τοῦ ὄρους κατερχόμενος χείμαρρος, ῥέων μεγάλῳ ὀρυμαγδῷ Ἰλ. Φ. 256· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Σιμωνίδ. 61. Λέξ. Ἐπική.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
grand bruit, bruit retentissant.
Étymologie: DELG ὠρύομαι, avec suff. -δος comme dans d’autres mots désignant des bruit, κέλαδος, ῥοῖβδος, χρόμαδος.

English (Autenrieth)

loud noise, din, crash; often of crowds of men, esp. in battle, Od. 24.70, Il. 2.810, Il. 17.740, Od. 9.133; also of trees felled, wood thrown down, a torrent, stones, Il. 16.633, Od. 9.235, Il. 21.256, 313.

Greek Monolingual

ο (Α ὀρυμαγδός)
(ποιητ. τ.) ισχυρός κρότος, πολύηχος δυνατός θόρυβος που προκαλείται από πλήθος ανθρώπων που εργάζονται ή πολεμούν ή ζώων που τρέχουν εδώ και εκεί, οχλοβοή, χαλασμός κόσμου («πολὺς δ' ὀρυμαγδὸς ἐπ' αὐτῷ ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. θόρυβος που προκαλείται από δέσμη ξύλων τα οποία ρίχνονται καταγής («ὄβριμον ἄχθος ὕλης ἀζαλέης», Ομ. Οδ.)
2. ο θορυβώδης ήχος χειμάρρου που χύνεται από βουνό ή κωπηλασίας ή τρικυμισμένης θάλασσας
3. μτφ. όγκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. με επίθημα -δος (πρβλ. άραδος, κέλαδος, χρόμαδος). Το θ. αλλά και η σημ. της λέξης οδηγούν στη σύνδεση της με την οικογένεια τών ἐρεύγομαι (II) «μουγκρίζω, βρυχώμαι» και ὠρύομαι. Η σύνδεση αυτή φαίνεται πιο καθαρά στον παράλληλο αθέματο τ. ὀρυγμάδες
θόρυβοι (πιθ. < ὀρυγ-μός, πρβλ. ερύγμηλος). Ο τ. ὀρυμαγδός έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο αρχικό τ. ὀρυγ-αδμός (< ὀρυγ-άζω < θ. ὀρυγ-, με προθεματικό φωνήεν ο- αντί τών ε- και ω- τών ἐρεύγομαι και ὠρύομαι) με αντιμετάθεση τών συμφώνων κατ' επίδραση τών ονομάτων σε -δος].