σίαλος: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(Autenrieth) |
(37) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[fat]] [[hog]], [[with]] and [[without]] [[σῦς]]. | |auten=[[fat]] [[hog]], [[with]] and [[without]] [[σῦς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΜΑ<br />το [[σάλιο]], αλλ. [[σίαλο]](ν) και [[σίελο]](ν) και [[σίελος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[σίαλον]] / <i>σίελον</i> [[κατά]] τα αρσ.].———————— <b>(II)</b><br />και [[σίελος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[παχύς]] και [[τρυφερός]] [[χοίρος]], το [[θρεφτάρι]]<br /><b>2.</b> [[πάχος]], [[λίπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], η λ. έχει σχηματιστεί πιθ. από τον αμάρτυρο τ. <i>σις</i> (<b>πρβλ.</b> [[σίκα]], λακων. τ. του <i>ὗς</i> «[[γουρούνι]]» [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>) με [[επίθημα]] -<i>αλoς</i> [[κατά]] το [[πίαλος]], άλλον τ. του [[πιαλέος]] «[[παχύς]], [[λιπαρός]]» (<span style="color: red;"><</span> [[πῖαρ]]). Ωστόσο, η [[σύνδεση]] της λ. με έναν δευτερεύοντα τ., όπως [[είναι]] το [[πίαλος]], γεννά ορισμένες δυσχέρειες. Αντίθετα, η σύνδεσή της με την [[έννοια]] του γουρουνιού επιβεβαιώνεται και από το [[γεγονός]] ότι η λ. μαρτυρείται ήδη στην Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> μυκην. <i>sia</i><sub>2</sub><i>ro</i>, που απαντά σε έναν κατάλογο, σε [[κάθε]] [[γραμμή]] του οποίου εμφανίζεται το [[ιδεόγραμμα]] του γουρουνιού). Γι' αυτό, εξάλλου, δεν θεωρείται πιθανή η [[σύνδεση]] της λ. με το [[σίαλον]] «[[σάλιο]]» (<span style="color: red;"><</span> [[σίαι]] με σημ. «[[φτύνω]]»). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, η λ. συνδέεται με το γερμ. <i>pw</i><i>ī</i><i>nan</i> «[[αδυνατίζω]], [[εξασθενώ]]» (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ ριζα <i>tui</i>, <b>πρβλ.</b> [[τήκω]] «[[λειώνω]]») ή με το σλαβ. <i>ty</i>-<i>ti</i> «[[παχαίνω]]» (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>tu</i>-<i>iă</i> «[[πάχος]]»). Για τον περιορισμό της σημ. του [[σίαλος]] «παχύ [[γουρούνι]]» σε «[[πάχος]]» <b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>veau</i> «[[μοσχάρι]], μοσχαρήσιο [[δέρμα]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ὁ,
A fat hog, Il.21.363, Od.2.300, 20.163, Q.S.11.170; also σῦς σ. Il.9.208, Od.14.41,81, etc., where σίαλος is the specific Subst., added as in ἴρηξ κίρκος, σῦς κάπρος, etc.:—also in Prose, Thphr. ap. Porph.Abst.2.25. 2 fat, grease, Hp.Acut. (Sp.) 37 codd. MV, but λάσιον is prob. to be restored fr. Erot. and Gal. II = σίαλον, EM712.3.
German (Pape)
[Seite 877] ὁ, ein fettes, gemästetes Schwein, ein Mastschwein; Il. 21, 363 Od. 2, 300. 10, 390. 14, 19. 20, 163; auch σῦς σίαλος, Il. 9, 208 Od 14, 41. 81. 17, 181. 20, 251. Uebh. Schwein, Qu. Sm. 11, 170. – Fett, Schmalz, Hippocr. – Uebertr., ein Dummkopf, nach Hesych. auch σιαλίς, weil die Alten meinten, zu große Fettigkeit schade der Geisteskraft (vgl. pingue ingenium u. dgl.). Andere wollten diese Bdtg von σίαλον ableiten; nach E. M. σιαλίζει μὲν τὰ βρέφη καὶ οἱ ὑπεργηράσαντες, οὓς ἀναισθήτους λέγο υσιν. – Auch = σίαλον, wo es nach Suid. σιαλός geschrieben werden soll, aber zw.
Greek (Liddell-Scott)
σίᾰλος: ὁ, παχὺς χοῖρος τρυφερός, Ἰλ. Φ. 363, Ὀδ. Β. 300, Υ. 163· ὡσαύτως, σῦς σίαλος Ἰλ. Ι. 208, Ὀδ. Ξ. 41, 81, κτλ., ― ἔνθα τὸ σίαλος εἶναι τὸ εἰδικώτερον ὄνομα ἐπαγόμενον πρὸς πληρέστερον προσδιορισμόν, ὡς ἐν τοῖς ἀνὴρ βασιλεύς, ἴρηξ, κίρκος, σῦς κάπριος, κτλ. 2) πάχος, λίπος, στέαρ, Ἱππ. 403. 11. ΙΙ. = σίαλον, Ἐτυμολ. Μέγ. 712. 3, Μοῖρις, κλπ. (Ἴδε σίαλον). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σίαλοι· εὐτραφεῖς, λιπαροί».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
porc gras, animal ; adj. σῦς σίαλος m. sign.
Étymologie: sorte de dim. de σῦς ; cf. σίαλον.
English (Autenrieth)
fat hog, with and without σῦς.
Greek Monolingual
(I)
ο, ΝΜΑ
το σάλιο, αλλ. σίαλο(ν) και σίελο(ν) και σίελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σίαλον / σίελον κατά τα αρσ.].———————— (II)
και σίελος, ὁ, Α
1. ο παχύς και τρυφερός χοίρος, το θρεφτάρι
2. πάχος, λίπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί πιθ. από τον αμάρτυρο τ. σις (πρβλ. σίκα, λακων. τ. του ὗς «γουρούνι» κατά τον Ησύχ.) με επίθημα -αλoς κατά το πίαλος, άλλον τ. του πιαλέος «παχύς, λιπαρός» (< πῖαρ). Ωστόσο, η σύνδεση της λ. με έναν δευτερεύοντα τ., όπως είναι το πίαλος, γεννά ορισμένες δυσχέρειες. Αντίθετα, η σύνδεσή της με την έννοια του γουρουνιού επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι η λ. μαρτυρείται ήδη στην Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. sia2ro, που απαντά σε έναν κατάλογο, σε κάθε γραμμή του οποίου εμφανίζεται το ιδεόγραμμα του γουρουνιού). Γι' αυτό, εξάλλου, δεν θεωρείται πιθανή η σύνδεση της λ. με το σίαλον «σάλιο» (< σίαι με σημ. «φτύνω»). Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, η λ. συνδέεται με το γερμ. pwīnan «αδυνατίζω, εξασθενώ» (< ΙΕ ριζα tui, πρβλ. τήκω «λειώνω») ή με το σλαβ. ty-ti «παχαίνω» (< ΙΕ ρίζα tu-iă «πάχος»). Για τον περιορισμό της σημ. του σίαλος «παχύ γουρούνι» σε «πάχος» πρβλ. γαλλ. veau «μοσχάρι, μοσχαρήσιο δέρμα»].