σύμμετρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
(15test)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> de même mesure que, dat. <i>ou</i> gén. ; <i>en parl. du temps</i> de même âge, de même durée que, τινι;<br /><b>II.</b> proportionné, symétrique, <i>d’où</i><br /><b>1</b> qui répond à, qui s’harmonise avec, τινι;<br /><b>2</b> d’une juste mesure, convenable : [[ξύμμετρος]] [[ὡς]] κλύειν SOPH à portée de nous entendre;<br /><b>III.</b> modique, médiocre <i>en parl. de hauteur ou de force</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μέτρον]].
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> de même mesure que, dat. <i>ou</i> gén. ; <i>en parl. du temps</i> de même âge, de même durée que, τινι;<br /><b>II.</b> proportionné, symétrique, <i>d’où</i><br /><b>1</b> qui répond à, qui s’harmonise avec, τινι;<br /><b>2</b> d’une juste mesure, convenable : [[ξύμμετρος]] [[ὡς]] κλύειν SOPH à portée de nous entendre;<br /><b>III.</b> modique, médiocre <i>en parl. de hauteur ou de force</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μέτρον]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο/ [[σύμμετρος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει με άλλον κοινό [[μέτρο]] σε [[σχέση]] με [[κάτι]], [[ανάλογος]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρουσιάζει [[συμμετρία]], [[συμμετρικός]]<br /><b>3.</b> [[ισόμετρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με [[μέτρο]], αυτός στον οποίο τηρούνται οι αναλογίες («η [[μελέτη]] του για το [[σχολείο]] [[είναι]] σύμμετρη [[προς]] την [[αντοχή]] και την [[υπομονή]] που έχει»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «σύμμετροι αριθμοί»<br /><b>μαθ.</b> οι αριθμοί που μπορούν να γραφούν ως κλάσματα με ακέραιους όρους, όπως λ.χ. ο 1,4 = 14/10, ο 0, 333... = 1/3<br />β) «σύμμετρα μεγέθη»<br /><b>μαθ.</b> δύο ή περισσότερα μεγέθη τα οποία αποτελούν ακέραια πολλαπλάσια ενός άλλου μεγέθους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ισομεγέθης]] («σχεδὸν χαμεύνῃ [[σύμμετρος]] Κορινθίας παιδός», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> πλήρως όμοιος με άλλον («τριχὸς... συμμέτρου τῷ σῷ κάρᾳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ισόχρονος]] (α. «τῷδε ἀνδρὶ [[σύμμετρος]]» — έχοντας την [[ίδια]] [[ηλικία]] με τον άνδρα αυτόν, <b>Σοφ.</b><br />β. «ποίᾳ ξύμμετρος προὔβην τύχῃ» — ακριβώς την κατάλληλη [[στιγμή]], [[πάνω]] στην ώρα, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[σύμφωνος]] με ένα [[μέτρο]] («σύμμετροι ἐπεκτύπεον ποδῶν χορείαις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[κατάλληλος]] για κάποιον («λόγοι ἀνδράσι σύμμετροι», Ισοκρ.)<br /><b>6.</b> αυτός που έχει την ορθή [[αναλογία]], [[μέτριος]] («τὸ σύμμετρον καὶ καλόν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[ταιριαστός]], [[πρέπων]] (α. «ξύμμετρον δ' [[ἔπος]] [[λέγω]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ξύμμετρος ὡς κλύειν» — αυτός που βρίσκεται στην αρμόζουσα, την κατάλληλη [[απόσταση]] ώστε να ακούει, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> [[υποφερτός]] («σύμμετροι πόνοι», Ισοκρ.)<br /><b>9.</b> [[μέτριος]] ως [[προς]] το [[μέγεθος]] («ἐν... [[στέγη]] συμμέτρῳ», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συμμέτρως</i> ΝΜΑ, και <i>σύμμετρα</i> Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[συμμετρία]], συμμετρικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[μέτρο]], όχι υπερβολικά («θνητὰ δὲ τῷ συμμέτρως τῶν ὑπαρχόντων ἀπολαύειν», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> τον κατάλληλο καιρό, την κατάλληλη ώρα («συμμέτρως δ' ἀφίκετο», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αναλόγως («συμμέτρως ἴσχειν λεπτότητος καὶ πάχους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> με κατάλληλο τρόπο, πρόσφορα<br /><b>5.</b> σύμφωνα με το αρμόζον [[μέτρο]]<br /><b>6.</b> (το συγκρ.) <i>συμμετρότερον</i><br />με πιο αρμόδιο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μετρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]]), <b>πρβλ.</b> [[ὑπέρ]]-<i>μετρος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμμετρος Medium diacritics: σύμμετρος Low diacritics: σύμμετρος Capitals: ΣΥΜΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: sýmmetros Transliteration B: symmetros Transliteration C: symmetros Beta Code: su/mmetros

English (LSJ)

ον, (μέτρον)

   A commensurate with, of like measure or size with, σύμμετρος σῷ ποδί (sc. ἡ βάσις) E.El.533; χαμεύνῃ Id.Fr. 676; βόστρυχον . . σύμμετρον τῷ σῷ κάρᾳ exactly like it, A.Ch.230: esp. of Time, commensurate with, keeping even with, δαλὸν ἥλικα ξύμμετρόν τε διαὶ βίου ib.610 (lyr.); τῷδε τἀνδρὶ σ. being of like age with him, S. OT1113; ποίᾳ ξύμμετρος προὔβην τύχῃ; coincident with what chance have I come? i.e. in the very nick of time, Id.Ant.387, cf. E.Alc.26 (infr. 111).    2 in Mathematics, having a common measure, σύμμετροι αἱ τῷ αὐτῷ μέτρῳ μετρούμεναι (sc. γραμμαί) Arist.LI968b6; freq. denied of the relation between the diagonal of a square and its side, Id.APo.71b27, APr.41a26, Ph.221b25, Rh.1392a18; [τὸ νόμισμα] πάντα ποιεῖ σύμμετρα commensurable, Id.EN1133b22; μήκει οὐ σύμμετροι τῇ ποδιαίᾳ not lineally commensurate with the one-foot side, Pl.Tht.147d, cf. 148b: Comp., of musical intervals, ταῖς αἰσθήσεσιν εὐληπτότερα τὰ -ότερα Ptol.Harm.1.10.    3 in accord with the metre, S.Eleg.1; σύμμετροι ἐπεκτύπεον ποδῶν χορείαις in time, Tim. Pers.213.    II in measure with, proportionable, exactly suitable, λόγοι ἀνδράσι σ. Isoc.4.83, cf. 5.110, 12.135; γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σ. Str.15.1.26; σ. πρός τι Pl.Lg.625d, Metrod.Fr.1, etc.; c. dat., Pl.Men.76d, Ti.67c, Epicur.Fr.81 (Comp.).    2 abs., in right measure, in due proportion, symmetrical, opp. ὑπερβάλλων and ἐλλείπων, Arist.EN1104a18, al.; τὸ σ. καὶ καλόν Pl.Phlb.66b; τῶν φύσει ξηροτέρων . . ὡς πρὸς τὸν σ. παραβάλλειν Gal.6.360, cf. 27, al.    3 generally, fitting, meet, due, ξύμμετρον δ' ἔπος λέγω A.Eu.532 (lyr.); δένδρον πολυκαρπότερον τοῦ συμμέτρου Pl.Ti.86c, cf. Phld.Rh.1.288S., al.; ξύμμετρος ὡς κλύειν within fit distance for hearing, S.OT84.    4 moderate, πόνοι Isoc.1.12; ὥστε σύμμετρον . . τὸ πνεῦμα . . ποιεῖν Antiph.202.16; σ. τροφαί Sor.1.26, cf. 49, al.; σ. στέγη moderate in size, X.Oec.8.13; of suitable size, σκῆπτρον OGI56.62 (Canopus, iii B.C.).    III Adv. -τρως in moderation, Isoc.1.32, etc.; in due time, ἀφίκετο E.Alc.26; σ. πρὸς ἑωυτόν conveniently, Hp.Off.3; σ. ἔχειν πρός τι to be in proportion to... X.Eq.1.16; εἴς τι Arist.Mir. 834a15; σ. ἴσχειν λεπτότητος καὶ πάχους Pl.Ti.85c; τὸ μετὰ νοῦ καὶ τὸ σ. Nicom.Com.1.36; = μετρίως, φέρειν IG12(7).396.31 (Amorgos, ii B.C.), cf. Aristid.Quint.2.5. Comp. -ότερον more fittingly, D.61.27 (v.l. -ώτερον).

German (Pape)

[Seite 982] abgemessen wonach, verhältnißmäßig, dah. gleichmäßig, passend, angemessen; κηδείου τριχὸς συμμέτρου τῷ σῷ κάρᾳ, Aesch. Ch. 225; ἔπος, Eum. 505; δαλὸν ἥλικα, σύμμετρόν τε διὰ βίου, Ch. 602, durch das Leben mit dauernd; ἔν τε γὰρ μακρῷ γήρᾳ ξυνᾴδει τῷδε τἀνδρὶ ξύμμετρος, Soph. O. R. 1113; ib. 84 ξύμμετρος γὰρ ὡς κλύειν, in verhältnißmäßiger Nähe, nahe genug, um hören zu können; εἰ σύμμετρος σῷ ποδὶ γενήσεται, Eur. El. 533; πρός τι, Plat. Legg. I, 625 d; δένδρον πολυκαρπότερον τοῦ ξυμμέτρου, Tim. 86 c; καὶ ἀνάλογα, 69 b; ὡς μήκει οὐ ξύμμετρος ἐκείναις, Theaet. 148 a; u. adv., συμμέτρως ἔχειν τάχους, Tim. 65 c, eine angemessene Geschwindigkeit haben; πόνοι, Isocr. 1, 12; λόγοι τοῖς ἀνδράσι, 4, 83, dem vorangehenden ἁρμόζοντες entsprechend. – Auch wie μέτριος, mäßig, λίμνη σύμμετρος καὶ μικρά, Artemid. 2, 27; vgl. Xen. Oec. 8, 13.

Greek (Liddell-Scott)

σύμμετρος: -ον, (μέτρον)· ― ἰσόμετρος, ἀνάλογος, ξύμμετρος σῷ ποδὶ (ἐξυπακ. ἡ βάσις) Εὐρ. Ἠλ. 533· ὡσαύτως μετὰ γεν., ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ μέτρονμέγεθος μετά τινος, ἰσόμετρος, ἰσομεγέθης, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπάσ. 677· σκέψαι κόμῃ προσθεῖσα βόστρυχον τριχὸς σαυτῆς ἀδελφοῦ ξύμμετρον τῷ σῷ κάρᾳ, ἀκριβῶς ὅμοιον πρὸς τὴν κεφαλήν σου, Αἰσχύλ. Χο. 229 ― ἐπὶ χρόνου, μεμετρημένος πρός τι, ἰσόχρονος, δαλὸν ἥλικα σύμμετρόν τε διαὶ βίου αὐτόθι 612· τῷδε τἀνδρὶ ξ., ἔχων τὴν αὐτὴν ἡλικίαν καί τις ἄλλος, Σοφ. Ο. Τ. 1113· ποία σύμμετρος προὔβην τύχῃ; ἐν συμπτώσει πρὸς ποίαν τύχην; δηλ. ἀκριβῶς εἰς τὴν κατάλληλον στιγμήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 387, πρβλ. Εὐριπ. Ἄλκ. 26 (κατωτ. ΙΙΙ). 2) παρὰ τοῖς Μαθηματικοῖς, ὁ ἔχων κοινόν τι μέτρον, σύμμετροι αἱ τῷ αὐτῷ μέτρῳ μετρούμεναι (ἐξυπακ. γραμμαὶ) Ἀριστ. π. Ἀτόμων γραμμῶν˙ συχνάκις λέγεται ἐπὶ τῆς σχέσεως τῆς διαμέτρου τοῦ κύκλου πρὸς τὴν περιφέρειαν αὐτοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 23, 9, Φυσ. 4. 12, 16, Ρητ. 2. 19, 5˙ [τὸ νόμισμα] πάντα ποιεῖ σύμμετρα ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 5. 5, 15˙ μήκει οὐ ξύμμετροι τῇ ποδιαίᾳ Πλάτ. Θεαίτ. 147D, πρβλ. 148Α, ἴδε ποδιαῖος 2. 3) ἐν συμφωνίᾳ πρὸς τὸ μέτρον, παρὰ τῷ Bgk. Lyr. σ. 152. ΙΙ. ἀνάλογος πρός τι, ἀκριβῶς κατάλληλος, λόγοι ἀνδρὶ σ. Ἰσοκρ. 57C, πρβλ. 104D, 260D˙ γῆ θηρίοις σ. Στράβ. 697˙ σ. πρός τι Πλάτ. Νόμ. 625D, Τίμ. 67C. 2) ἀπολ., ὁ ἔχων τὸ προσῆκον μέτρον, τὴν προσήκουσαν ἀναλογίαν, μέτριος, ἀντίθετον τῷ ὑπερβάλλων καὶ τῷ ἐλλείπων, συχν. παρὰ Πλάτ. καὶ Ἀριστ.˙ τὸ ξ. καὶ καλὸν Πλάτ. Φίληβ. 66Β. 3) καθόλου, ἁρμόζων, κατάλληλος, προσήκων, πρέπων, ξύμμετρον δ’ ἔπος λέγω Αἰσχύλ. Εὐμ. 531˙ δένδρον πολυκαρπότερον τοῦ συμμέτρου Πλάτ. Τίμ. 86C˙ ― σύμμετρος ὡς κλύειν, εἰς προσήκουσαν ἀπόστασιν ὥστε νὰ ἀκούῃ τις, Σοφ. Ο. Τ. 84. 4) μέτριος, πόνοι Ἰσοκρ. 4C˙ ὥστε σύμμετρον... τὸ πνεῦμα... ποιεῖν Ἀντιφάνης ἐν «Στρατιώτῃ» 2. 26˙ σ. στέγη, μετρία τὸ μέγεθος, Ξεν. Οἰκ. 8, 13˙ δένδρον Πλάτ. Τίμ. 86C. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -τρως, Ἰσοκρ. 9Β, κτλ.˙ κατὰ τὸν προσήκοντα χρόνον, Εὐρ. Ἄλκ. 26˙ σ. πρός τι, προσφόρως, καταλλήλως, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740 σ. ἔχειν πρός τι, ἐν προσήκοντι μέτρῳ…, Ξεν. Ἱππ. 1, 16˙ εἴς τι Ἀριστ. π. Θαυμασ. 51˙ σ. ἔχειν πάχους Πλάτ. Τίμ. 85C˙ τὸ μετὰ νοῦ καὶ τὸ συμμέτρως Νικόμαχος ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 36. ― Συγκρ. -ότερον, ἁρμοδιώτερον, τινι Δημ. 1409. 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. de même mesure que, dat. ou gén. ; en parl. du temps de même âge, de même durée que, τινι;
II. proportionné, symétrique, d’où
1 qui répond à, qui s’harmonise avec, τινι;
2 d’une juste mesure, convenable : ξύμμετρος ὡς κλύειν SOPH à portée de nous entendre;
III. modique, médiocre en parl. de hauteur ou de force.
Étymologie: σύν, μέτρον.

Greek Monolingual

-η, -ο/ σύμμετρος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει με άλλον κοινό μέτρο σε σχέση με κάτι, ανάλογος
2. αυτός που παρουσιάζει συμμετρία, συμμετρικός
3. ισόμετρος
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται με μέτρο, αυτός στον οποίο τηρούνται οι αναλογίες («η μελέτη του για το σχολείο είναι σύμμετρη προς την αντοχή και την υπομονή που έχει»)
2. φρ. α) «σύμμετροι αριθμοί»
μαθ. οι αριθμοί που μπορούν να γραφούν ως κλάσματα με ακέραιους όρους, όπως λ.χ. ο 1,4 = 14/10, ο 0, 333... = 1/3
β) «σύμμετρα μεγέθη»
μαθ. δύο ή περισσότερα μεγέθη τα οποία αποτελούν ακέραια πολλαπλάσια ενός άλλου μεγέθους
αρχ.
1. ισομεγέθης («σχεδὸν χαμεύνῃ σύμμετρος Κορινθίας παιδός», Ευρ.)
2. πλήρως όμοιος με άλλον («τριχὸς... συμμέτρου τῷ σῷ κάρᾳ», Αισχύλ.)
3. ισόχρονος (α. «τῷδε ἀνδρὶ σύμμετρος» — έχοντας την ίδια ηλικία με τον άνδρα αυτόν, Σοφ.
β. «ποίᾳ ξύμμετρος προὔβην τύχῃ» — ακριβώς την κατάλληλη στιγμή, πάνω στην ώρα, Σοφ.)
4. σύμφωνος με ένα μέτρο («σύμμετροι ἐπεκτύπεον ποδῶν χορείαις», Σοφ.)
5. κατάλληλος για κάποιον («λόγοι ἀνδράσι σύμμετροι», Ισοκρ.)
6. αυτός που έχει την ορθή αναλογία, μέτριος («τὸ σύμμετρον καὶ καλόν», Πλάτ.)
7. ταιριαστός, πρέπων (α. «ξύμμετρον δ' ἔπος λέγω», Αισχύλ.
β. «ξύμμετρος ὡς κλύειν» — αυτός που βρίσκεται στην αρμόζουσα, την κατάλληλη απόσταση ώστε να ακούει, Σοφ.)
8. υποφερτός («σύμμετροι πόνοι», Ισοκρ.)
9. μέτριος ως προς το μέγεθος («ἐν... στέγη συμμέτρῳ», Ξεν.).
επίρρ...
συμμέτρως ΝΜΑ, και σύμμετρα Ν
νεοελλ.
με συμμετρία, συμμετρικά
αρχ.
1. με μέτρο, όχι υπερβολικά («θνητὰ δὲ τῷ συμμέτρως τῶν ὑπαρχόντων ἀπολαύειν», Ισοκρ.)
2. τον κατάλληλο καιρό, την κατάλληλη ώρα («συμμέτρως δ' ἀφίκετο», Ευρ.)
3. αναλόγως («συμμέτρως ἴσχειν λεπτότητος καὶ πάχους», Πλάτ.)
4. με κατάλληλο τρόπο, πρόσφορα
5. σύμφωνα με το αρμόζον μέτρο
6. (το συγκρ.) συμμετρότερον
με πιο αρμόδιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. ὑπέρ-μετρος].