ὑπανοίγω: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
(Bailly1_5) |
(43) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>pf.</i> ὑπανέῳγα;<br />ouvrir secrètement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἀνοίγω]]. | |btext=<i>pf.</i> ὑπανέῳγα;<br />ouvrir secrètement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἀνοίγω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ, και [[ὑπανοίγνυμι]] Α [[ἀνοίγω]]<br />[[ανοίγω]] («[[ἄντρον]] ὑπανοίγει», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανοίγω]] [[κάτι]] από [[κάτω]] ή λίγο<br /><b>2.</b> [[ανοίγω]] [[κάτι]] [[κρυφά]] («ἡ δὲ τὸ [[δωμάτιον]] ὑπανοίξασα κομίζει τὴν [[πυξίδα]]», <b>Λουκιαν.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:42, 29 September 2017
English (LSJ)
or ὑπαν-οίγνυμι,
A open from below, tap a cask, βῖκος ὑπανεῴγνυτο Ephipp.8.2, cf. Hermipp.82.7 (hex.). 2 open underhand or secretly, [γράμματα] ὑπανέῳγεν D.32.28; τὸ δωμάτιον ὑπανοίξασα Luc. Asin.13. 3 intr., open underneath, ἄντρον ὑπανοίγει J.BJ1.21.3.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπανοίγω: ἢ -γνυμι, ἀνοίγω κάτωθεν, οἷον ἐπὶ πίθου, προσαρμόζω «κάνουλαν», βῖκος ὑπανεῴγνυτο Ἔφιππος ἐν «Ἐφήβοις» 1. 2, πρβλ. Ἕρμιππον ἐν «Φορμοφόροις» 2. 7. 2) ἀνοίγω λάθρα, κρυφίως, γράμματα ὑπανέῳγε Δημ. 889 ἐν τέλει· τὸ δωμάτιον ὑπανοίξασα Λουκ. Ὄνος 13.
French (Bailly abrégé)
pf. ὑπανέῳγα;
ouvrir secrètement.
Étymologie: ὑπό, ἀνοίγω.
Greek Monolingual
ΜΑ, και ὑπανοίγνυμι Α ἀνοίγω
ανοίγω («ἄντρον ὑπανοίγει», Ιώσ.)
αρχ.
1. ανοίγω κάτι από κάτω ή λίγο
2. ανοίγω κάτι κρυφά («ἡ δὲ τὸ δωμάτιον ὑπανοίξασα κομίζει τὴν πυξίδα», Λουκιαν.).