ὑπότροπος: Difference between revisions
(Autenrieth) |
(44) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=(τρἐπω): [[returning]], [[back]] [[again]]. | |auten=(τρἐπω): [[returning]], [[back]] [[again]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπότροπος]], -ον, ΝΜΑ [[ὑποτρέπομαι]]<br />(για νόσο) αυτός που υποτροπιάζει, που επανεμφανίζεται [[μετά]] από κάποια [[διακοπή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ποιν. δίκ.) (για εγκληματία) [[εκείνος]] ο [[οποίος]], ενώ έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για [[κακούργημα]] ή [[πλημμέλημα]] εκ δόλου, διαπράττει [[μέσα]] σε ορισμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]] νέο [[έγκλημα]] της ίδιας βαρύτητας, [[πάλι]] με δόλο<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που κάνει για δεύτερη [[φορά]] το ίδιο [[παράπτωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ξαναγυρίζει, που επιστρέφει («ὑπότροπον ἐκ πολέμοιο ἵξεσθαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που συνέρχεται, που ξαναβρίσκει τις αισθήσεις του [[μετά]] από [[χτύπημα]] («πρὶν [[αὖτις]] ὑπότροπον ἀμπνυνθῆναι», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὑπότροπον [[ἦμαρ]]» — η [[μέρα]] του γυρισμού. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (ὑποτρέπομαι)
A turning back, returning, ὑπότροπον ἐκ πολέμοιο ἵξεσθαι Il.6.501; ὑ. ἵκετο δῶμα Od.20.332; ὑ. ἵξομαι αὖτις Il.6.367; οὐκ ἔθ' ὑπότροποι αὖθις ἔσεσθε h.Ap.476; ὑ. οἴκαδ' ἱκέσθαι Od.21.211. 2 rallying from the effect of a blow, Theoc.25.263.
German (Pape)
[Seite 1237] zurückkehrend, heimkehrend, zurückgekommen; Il. 6, 501 Od. 20, 332; ὑπότροπος αὖτις Il. 6, 367; H. h. Apoll. 476; ὑπότροπος οἴκαδε Od. 21, 211. 22, 35; sp. D.; – immer wiederkommend, wie ὑποτροπικός.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπότροπος: -ον, (ὑποτρέπω) ὁ ὑποστρέφων, ἐπανερχόμενος, ὁ «ἐξ ὑποστροφῆς» (Ἡσύχ.), ὑπότροπον ἐκ πολέμοιο ἵξεσθαι Ἰλ. Ζ. 501· ὑπ. ἵκετο δῶμα Ὀδ. Υ. 332· ὑπ. ἵξομαι αὖτις Ἰλ. Ζ. 367· οὐκέθ’ ὑπότροποι αὖθις ἔσεσθε Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 476· ὑπ. οἴκαδε ἱκέσθαι Ὀδ. Φ. 211· ὑπ. ἦμαρ, ἡ ἡμέρα τῆς ἐπιστροφῆς, τῆς ἐπανόδου, ὑπότροπον ἦμαρ ὀλέσσει Χριστοδ. Ἔκφρ. 262· πρβλ. ὑπότροφος. 2) ὁ συνερχόμενος εἰς ἑαυτόν, ἀναλαμβάνων ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων κτυπήματος, Θεόκρ. 25. 263. ― Κατ’ Εὐστ. (1894, 10): «ὑπότροπος... ὁ οἴκαδε ὑποστραφείς· ἐξ αὐτοῦ δὲ καὶ ὑπότροπα νοσήματα τὰ φιλυπόστροφα», δηλ. τὰ ὑποτροπιάζοντα.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui revient, qui est de retour.
Étymologie: ὑποτρέπω.
English (Autenrieth)
(τρἐπω): returning, back again.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπότροπος, -ον, ΝΜΑ ὑποτρέπομαι
(για νόσο) αυτός που υποτροπιάζει, που επανεμφανίζεται μετά από κάποια διακοπή
νεοελλ.
1. (ποιν. δίκ.) (για εγκληματία) εκείνος ο οποίος, ενώ έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα εκ δόλου, διαπράττει μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα νέο έγκλημα της ίδιας βαρύτητας, πάλι με δόλο
2. εκείνος που κάνει για δεύτερη φορά το ίδιο παράπτωμα
αρχ.
1. αυτός που ξαναγυρίζει, που επιστρέφει («ὑπότροπον ἐκ πολέμοιο ἵξεσθαι», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που συνέρχεται, που ξαναβρίσκει τις αισθήσεις του μετά από χτύπημα («πρὶν αὖτις ὑπότροπον ἀμπνυνθῆναι», Θεόκρ.)
3. φρ. «ὑπότροπον ἦμαρ» — η μέρα του γυρισμού.