ἀλιτρός: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(2)
(2)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλιτρός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> (και ως ουσ.) [[αμαρτωλός]], [[κακός]], [[ασεβής]], [[ανόσιος]]<br /><b>2.</b> [[δόλιος]], [[πονηρός]], [[πανούργος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἀλιτρά</i><br />ανόσια έργα, αμαρτίες, αδικήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλιταίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλιτραίνω]], [[ἀλιτρία]], [[ἀλιτροσύνη]], <i>ἀλιτρῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλιτρόβιος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ἀλιτρόνους</i><br /><b>μσν.</b><br />[[ἀλιτροδίκης]].
|mltxt=[[ἀλιτρός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> (και ως ουσ.) [[αμαρτωλός]], [[κακός]], [[ασεβής]], [[ανόσιος]]<br /><b>2.</b> [[δόλιος]], [[πονηρός]], [[πανούργος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἀλιτρά</i><br />ανόσια έργα, αμαρτίες, αδικήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλιταίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλιτραίνω]], [[ἀλιτρία]], [[ἀλιτροσύνη]], <i>ἀλιτρῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλιτρόβιος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ἀλιτρόνους</i><br /><b>μσν.</b><br />[[ἀλιτροδίκης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλῑτρός:''' -όν, συγκοπτ. αντί [[ἀλιτηρός]], [[αμαρτωλός]], [[κακός]], [[φαύλος]]· και ως ουσ., δαίμοσιν [[ἀλιτρός]], [[υβριστής]] [[απέναντι]] στους θεούς, σε Όμηρ.· με ηπιότερη [[σημασία]], [[πανούργος]], [[κατεργάρης]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 17:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλῑτρός Medium diacritics: ἀλιτρός Low diacritics: αλιτρός Capitals: ΑΛΙΤΡΟΣ
Transliteration A: alitrós Transliteration B: alitros Transliteration C: alitros Beta Code: a)litro/s

English (LSJ)

όν,

   A = ἀλιτηρός, sinful, wicked, Il.8.361, Thgn.377, Sol.13.27; also in late Prose, PPar.63.95 (ii B. C.): neut. Pl., ἀλιτρά, τά, sins, Pi.O.2.59: as Subst.,δαίμοσιν ἀλιτρός sinner against the gods, Il.23.595, cf. Theoc.10.17, Call.Ap.2, etc.; knave, Od.5.182; fem., ἀλιτρῆς ἀλώπεκος Semon.7.7.

German (Pape)

[Seite 99] = ἀλιτηρός, ὁ, der Frevler, Sünder, Hom. dreimal. Iliad. 8, 361 Athene vom Zeus πατὴρ οὑμὸς φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσιν, σχέτλιος, αἰὲν ἀλιτρός. ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς, 23, 595 will Antilochos nicht δαίμοσιν εἶναι ἀλιτρός, Od. 5, 182 μείδησεν δὲ Καλυψώ –, χειρί τέ μιν κατέρεξεν, –, ἔκ τ' ὀνόμαζεν. ἦ δὴ ἀλιτρός γ' ἐσσὶ καὶ οὐκ ἀποφώλια εἰδώς; – Theocr. 10, 17; ἀλιτροὶ ἄνδρες H. h. Merc. 259; Ap. Rh. 2, 215; θυμός Sol. 5; τὰ ἀλιτρά Pind. Ol. 2, 65 N. 8, 39, böse Thaten; sp. D. – Superl. ἀλιτρότατος τοκεύς Opp. C. 3, 230.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλῐτρός: -όν, συγκεκομ. ἀντὶ ἀλιτηρὸς, = ἁμαρτωλός, κακός, φαῦλος, Ἰλ. Θ. 361, Θέογν. 377, Σόλων 13. 27, Πινδ. Ο. 2. 107: ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. καὶ ὡς οὐσιαστ. δαίμοσιν ἀλιτρός, ἁμαρτωλὸς πρὸς τοὺς θεούς, Ἰλ. Ψ. 595 καὶ μετὰ ἐννοίας ἐπιεικεστέρας, πανοῦργος, περίτριμμα, Ὀδ. Ε. 182· θηλ., ἀλιτρὴ εὕρηται ἐν Σιμων. Ἰαμβ. 7. 7, τήν δ’ ἐξ ἀλιτρῆς… ἀλώπεκος.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 coupable, criminel ; vaurien, coquin;
2 injuste, impitoyable, dur.
Étymologie: ἀλιταίνω.

English (Autenrieth)

(ἀλιταίνω): sinner, offender; δαίμοσιν, ‘in the eyes of heaven;’ colloquially, ‘rogue,’ Od. 5.182.

English (Slater)

ᾰλιτρός n. pl. pro subs.,
   1 wrongdoing τὰ δἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτρὰ κατὰ γᾶς δικάζει τις (O. 2.59) m. pl. pro subs., wrongdoers αἰνέων αἰνητά, μομφὰν δ' ἐπισπείρων ἀλιτροῖς (N. 8.39)

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Prosodia: [ᾰ-]

• Morfología: [acent. neutro ἄλιτρον Alc.68]
1 sent. relig. impío, maldito, pecador, desalmado c. dat. δαίμοσιν Il.23.595, ἄνδρες ἀλιτροί Thgn.377, ὑπὸ φωτὸς ἀλιτροῦ AP 7.401 (Crin.), ἑκὰς ὅστις ἀλιτρός lejos el que sea un impío Call.Ap.2, μ[ῖ] σος ἄλιτρον odio impío Alc.68, θυμός Sol.1.27, ὅρκος Thgn.745
subst. (ὁ) ἀ. μομφὰν δ' ἐπισπείρων ἀλιτροῖς Pi.N.8.39, (Ζεὺς) ὅ τις ῥίγιστος ἀλιτροῖς A.R.2.215, ὅστις ἀλιτροὺς αὐγάζειν ... οὐ δύναται (Zeus) el que no puede dirigir su mirada sobre los impíos Call.Fr.85.14
neutr. plu. subst. ἀλιτρά impiedades, maldades, crímenes ἀλιτρὰ κατὰ γᾶς δικάζει Pi.O.2.59.
2 malicioso, truhán, tunante de Odiseo ἦ δή ἀ. γ' ἐσσὶ οὐκ ἀποφώλια εἰδώς Od.5.182, ἐξ ἀλιτρῆς ... ἀλώπεκος (a otra mujer la hizo hija) de la zorra maliciosa Semon.8.7, de los gramáticos κατατρύζοντες ἀλιτροὶ ἄλλων truhanes que dais el tostón a los demás, AP 11.321 (Phil.).
3 de los mismos dioses que no tiene consideraciones, desconsiderado ἀλλὰ πατὴρ οὑμὸς φρεσὶ μαίνεται ... αἰὲν ἀ. (habla Atenea a Hera) Il.8.361.

Greek Monolingual

ἀλιτρός, -όν (Α)
1. (και ως ουσ.) αμαρτωλός, κακός, ασεβής, ανόσιος
2. δόλιος, πονηρός, πανούργος
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀλιτρά
ανόσια έργα, αμαρτίες, αδικήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιταίνω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλιτραίνω, ἀλιτρία, ἀλιτροσύνη, ἀλιτρῶ.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀλιτρόβιος
αρχ.-μσν.
ἀλιτρόνους
μσν.
ἀλιτροδίκης.

Greek Monotonic

ἀλῑτρός: -όν, συγκοπτ. αντί ἀλιτηρός, αμαρτωλός, κακός, φαύλος· και ως ουσ., δαίμοσιν ἀλιτρός, υβριστής απέναντι στους θεούς, σε Όμηρ.· με ηπιότερη σημασία, πανούργος, κατεργάρης, σε Ομήρ. Οδ.